Οι άνθρωποι που, για διαφόρους λόγους, δεν έχουν κάνει οικογένεια μέχρι κάποια ηλικία στην οποία οι περισσότεροι από το κύκλο τους έχουν προχωρήσει σε ένα τέτοιο βήμα, πολύ συχνά, έρχονται αντιμέτωποι με στερεότυπα και κλισέ που τα ακούν σαν να πρέπει να απολογηθούν για συγκεκριμένες καταστάσεις. Βέβαια, η πρώτη απολογία αφορά στο γιατί δεν έχουν οικογένεια και παιδιά. Όταν σβήσει αυτή η ανακριτική λάμπα, γίνονται δέκτες σχολίων και δηλητηρίων που σπανίως ευσταθούν. Μέσα σε αυτά, σοβαρο ποσοστό των παντρεμένων και των εχόντων οικογένεια τείνει να πιστεύει ότι όσοι ζουν μόνοι δεν κουράζονται, καθώς μόνο η απόκτηση οικογένειας και παιδιών προσδίδει σε κάποιον το δικαίωμα να γκρινιάζει για συνεχή κι επίμονη κόπωση. Η ατάκα «κάνε παιδιά και θα δεις τι εστί βερίκοκο» είναι το μάντρα των παντρεμένων γονέων απέναντι στους εργένηδες άτεκνους.
Σίγουρα, το να υπάρχουν οικογενειακές υποχρεώσεις και μικρά παιδιά σε μια οικογένεια, δεν είναι κάτι εύκολο. Οι ανάγκες είναι πολλές κι αυξανόμενες, τόσο σε οικονομικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Τα συνεχή ξενύχτια μιας μαμάς που θηλάζει ένα μωρό ανά 4 ώρες, σίγουρα απειλούν το νευρικό της σύστημα και την εξαντλούν και σωματικά και ψυχικά. Τα οικονομικά βάρη με τα οποία επιφορτίζεται το ζευγάρι, είναι πολύ πιθανό να αναγκάζουν -έστω τον έναν γονέα- να εργάζεται πολύ και να βλέπει την οικογένειά του λίγο, κάτι που δεν είναι και το ιδανικό. Το να μην υπάρχει βοήθεια από πουθενά για το ζευγάρι, είναι σαφώς παράγοντας περισσότερου άγχους κι οικονομικών εξόδων. Η οικογένεια, λοιπόν, είναι βέβαιο ότι δοκιμάζει τις αντοχές των ανθρώπων και μπορεί να τους εξαντλεί μέχρι τα παιδιά να μεγαλώσουν και να πάρουν το δικό τους δρόμο. Αυτό δεν το αρνείται κανείς.
Το ότι τα ενήλικα μέλη μιας οικογένειας, όμως, κοπιάζουν για να φροντίσουν τα ανήλικα μέλη της, δεν αποτελεί τη μόνη δραστηριότητα που μπορεί να κουράζει έναν άνθρωπο. Δεν είναι μόνο τα ζευγάρια ή οι γονείς που βιώνουν το συναίσθημα της κόπωσης κι όσοι το υποστηρίζουν αυτό, ίσως, δεν έχουν μείνει ποτέ μόνοι για να παλέψουν ανεξάρτητοι για τη ζωή τους. Ένας άνθρωπος που δεν έχει οικογένεια, έχει κι αυτός ανάγκες οικονομικές τις οποίες μπορεί να μην είναι σε θέση να τις καλύψει εργαζόμενος 40 ώρες την εβδομάδα. Μπορεί να χρειάζεται να εργαστεί και σε δεύτερη δουλειά για να τα βγάλει πέρα. Έχει κι αυτός ένα σπίτι που πρέπει να συντηρήσει, να καθαρίσει, να εφοδιάσει, λογαριασμούς να πληρώσει, υποχρεώσεις να καλύψει. Και γι’ αυτά παλεύει μόνος, χωρίς να υπάρχουν δουλειές που κόβονται στα δύο. Χωρίς να υπάρχει δεύτερο πορτοφόλι να συνεισφέρει, όπως συμβαίνει συνηθέστερα στα ζευγάρια. Εάν ο ένας δεν έχει χρόνο να πάει στο σούπερ μάρκετ, τότε ο άλλος μπορεί να το κάνει για βοήθεια. Εάν ένας εργένης δεν πάει σούπερ μάρκετ ή δεν καθαρίσει το σπίτι του, κανείς δε θα το κάνει γι’ αυτόν. Εάν δεν πάει το αμάξι του στο συνεργείο, εκείνο θα μείνει απλώς παροπλισμένο μέχρι να βρει χρόνο να το κάνει. Δε θα γυρίσει από τη δουλειά του βρίσκοντας ρούχα πλυμένα και σιδερωμένα, ζεστό νερό, φαγητό, πράγμα που ένα ζευγάρι κάνει ο ένας για τον άλλον. Στην περίπτωση, δε, των αδελφών, πάντα το ανύπαντρο παιδί είναι αυτό που υποχρεούται να τρέξει πρώτο στην ανάγκη των γονέων και των λοιπών συγγενών, γιατί πολύ εύκολα κι αυθαίρετα θεωρείται ότι έχει, όχι μόνο περισσότερο χρόνο, αλλά και μεγαλύτερα αποθέματα αντοχής.
Η ουσία του θέματος αυτού είναι ότι κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει μια δυσκολία στη ζωή κάποιου και μάλιστα συγκρίνοντάς την με τη δική του. Το τι περνάει ο καθένας, μόνο ο ίδιος το ξέρει. Το να υποθέτει ένας οικογενειάρχης ότι όσοι δεν έχουν παιδιά δε βλέπουν τίποτα από τη ζωή και κάνουν περίπατο κάθε μέρα, είναι τουλάχιστον αυθαίρετο κι άδικο. Και στην τελική πρέπει όλοι ν’ αποφασίσουμε τι θέλουμε από τη ζωή μας. Θέλουμε να προσπαθούμε να είμαστε εντάξει στις υποχρεώσεις που έχουμε ή να μας φταίνε οι άλλοι που μπορεί να έχουν λιγότερες; Θέλουμε να ζούμε τη ζωή που επιλέξαμε ή να υποτιμούμε τη ζωή που έχουν επιλέξει οι άλλοι; Στην τελική, δεν κερδίζεις και βραβείο αν κουράζεσαι περισσότερο, απλώς ενημερώνω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου