Κατά τα παιδικά και μαθητικά μας χρόνια, ακούγαμε συνεχώς ότι η εκπαίδευση και η μόρφωση πρέπει να είναι προτεραιότητές μας προκειμένου να διασφαλίσουμε μια καλή ζωή. Ότι μέσα από τις σπουδές και τη γενικότερη παιδεία μας θα μπορούμε να διεκδικούμε και να καταλαμβάνουμε καλύτερες θέσεις εργασίας, αλλά και να πληρωνόμαστε περισσότερο. Σήμερα, οι περισσότεροι που διαβάζουν τις γραμμές αυτές μειδιούν ή ακόμα και ξεκαρδίζονται στα γέλια. Και δεν έχουν άδικο. Γιατί η πραγματική ζωή κι η εμπειρία μας στο εργασιακό πεδίο -κυρίως στον ιδιωτικό τομέα- κάθε άλλο παρά αξιοκρατία μάς διδάσκουν.
Πλέον, σε ελάχιστες περιπτώσεις τα επαγγελματικά εφόδια κι ο δεξιότητες που κατέχει κάποιος είναι βέβαιο ότι διασφαλίζουν μια αξιοπρεπή εργασία κι έναν ικανοποιητικό μισθό. Είναι λίγοι εκείνοι που βλέπουν τις προσπάθειές τους να αμείβονται δίκαια και που λαμβάνουν την αναγνώριση που τους αναλογεί. Και είναι ακόμα περισσότεροι εκείνοι οι οποίοι βιώνουν καθημερινά την απαξίωση κι έρχονται αντιμέτωποι με κλειστές πόρτες κι απανωτά «θα σας ειδοποιήσουμε». Έρχεται, λοιπόν, η πραγματικότητα και καταρρίπτει με πάταγο το ρομαντικό αφήγημα με το οποίο μεγαλώσαμε οι περισσότεροι και βάσει του οποίου, όσο περισσότερα εφόδια κατέχεις, τόσο καλύτερη δουλειά θα βρεις.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό δεν είναι ένας. Η απαξίωση στην αντιμετώπιση του διαθέσιμου δυναμικού στην Ελλάδα προκύπτει σωρευτικά από τη συνδρομή πολλών παραμέτρων όπου εξέχουσα θέση κατέχει κι η δουλοπρέπεια. Φαίνεται, λοιπόν, ότι όσο περισσότερο σκύβεις το κεφάλι και καταπιέζεις τα πιστεύω και τα θέλω σου, τόσο πιο εύκολα γίνεσαι αποδεκτός στην αγορά εργασίας. Για να είσαι αποδεκτός από την πλειοψηφία των εργοδοτών, οφείλεις τυφλή υπακοή και συνεχή υπόκλιση σε ό,τι σου ζητηθεί. Είσαι υποχρεωμένος να μην αντιμιλάς, να μη διαφωνείς, μόνο να δουλεύεις. Δε δικαιούσαι να έχεις απαιτήσεις εν μέσω οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, διότι αν δυσανασχετήσει μαζί σου το αφεντικό, δεν έχει πρόβλημα να σε αποδεσμεύσει και να περάσει στον επόμενο. Και δεν έχει σημασία αν εσύ έχεις μεγαλύτερη εμπειρία και καλύτερο πτυχίο, αρκεί που ο άλλος είναι πρόθυμος να κάνει γονυκλισίες για να σου πάρει τη θέση. Κι αυτός ο άλλος είναι ο ίδιος που θα δώσει με χαρά τα δώρα και τα επιδόματα που δικαιούται πίσω στο αφεντικό, προκειμένου να είναι εργαζόμενος και να κολλάει ένσημα- αν κολλάει ένσημα.
Φτάσαμε, λοιπόν, σε ένα σημείο όπου το να έχεις δουλειά δεν εξαρτάται από τα επαγγελματικά προσόντα σου, αλλά από το πόσο υπάκουος και δεκτικός είσαι στις απαιτήσεις των ανωτέρων. Το αν θα πάρεις αύξηση δεν είναι συνάρτηση της απόδοσης και της συνέπειάς σου, αλλά του κατά πόσο γελάς με τα αστεία του αφεντικού κι από το αν του κρατάς ανοιχτή την ομπρέλα, όταν βρέχει. Κι αν αναφέρεις και καμιά πικάντικη πληροφορία για κάποιον συνάδελφό σου ή ανταγωνιστή, τότε τσιμπάς και το μπόνους. Υπάρχουν άνθρωποι που χάνουν τη δουλειά τους επειδή ζητούν τα αυτονόητα, επειδή θέλουν για τον εαυτό τους την αξιοπρέπεια που τους οφείλεται, εφόσον κόπιασαν στη ζωή τους κι οι οικογένειές τους επένδυσαν χρήματα για να τους μορφώσουν και να τους καλλιεργήσουν. Κι οι άνθρωποι αυτοί υποχρεούνται να γίνονται δέκτες ταπεινωτικών συμπεριφορών, προσβολών κι υποτίμησης, επειδή πάνε στη δουλειά τους και δεν τους νοιάζει να γίνουν κόλακες, ούτε αυλικοί.
Αντιθέτως, τους νοιάζει να κάνουν αυτό που τους ανατίθεται και να γυρίζουν το βράδυ στη ζωή και στους ανθρώπους τους. Δεν τους ενδιαφέρει να κάνουν socializing, ούτε να κερδίσουν την εύνοια κανενός. Δυστυχώς, όμως, στο επαγγελματικό πεδίο είναι οι λιγότερο ευνοημένοι. Διότι, μάλλον, ενοχλεί πολλούς το να είσαι αξιοπρεπής και μετρημένος, το να μη σε νοιάζει να χαϊδεύεις τα αυτιά των άλλων, το να κοιτάς απλώς τη δουλειά σου. Γιατί όταν κοιτάς τη δουλειά σου, δε δίνεις την προσοχή στη ματαιότητα από την οποία αντλούν ζωή πολλοί από τους γύρω. Και πρέπει να τιμωρηθείς γι’ αυτό.
Πρέπει να πούμε, βέβαια, ότι η πιο πάνω περιγραφή δεν αφορά στο σύνολο των εργοδοτών και των εργαζομένων. Υπάρχουν άνθρωποι που εκτιμούν το έργο που προσφέρει ο εκάστοτε υφιστάμενος και φροντίζουν να τον ανταμείβουν, όχι μόνο οικονομικά, αλλά κι ηθικά. Υπάρχουν εργαζόμενοι που νιώθουν και βιώνουν τη δικαιοσύνη στο εργασιακό περιβάλλον κι αυτό τους γεμίζει ικανοποίηση. Παρ’ όλα αυτά, τουλάχιστον στην Ελλάδα, η αγορά εργασίας έχει καταστεί πλέον μια αρένα όπου η μάχη για μια θέση εργασίας ή για μια προαγωγή βασίζεται σε κάθε άλλο παρά αντικειμενικούς παράγοντες. Κι όποιος επιβιώσει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου