Οι περισσότεροι από εμάς, μεγαλώσαμε μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με προσωπικότητες που μας ενέπνευσαν αγάπη κι άλλες που υπήρξαν νταλκάς βαρύς στο στήθος μας. Τρανταχτό παράδειγμα, εκείνη η μία θεία η οποία αν ήταν φυτό θα ήταν αγκινάρα, ενώ εάν ήταν ζώο θα έφερνε σε νυφίτσα. Η θεία αυτή, σ’ ένα οικογενειακό τραπέζι, θα πλησιάσει το ανύπαντρο κι άνω των 30 ανίψι της, θα χαμογελάσει πλατιά -ενώ ταυτόχρονα θα τρίζουν τα δόντια της από μέσα- και θα πει με δήθεν αληθινό ενδιαφέρον: «άντε παιδί μου, πότε θα μας φέρεις νέα για γάμο; Περνάνε τα χρόνια, τι περιμένεις; Οι δικοί μου πάνε ήδη για το δεύτερο μωρό», ενώ μέσα στο μυαλό της μια ερπετοειδής φωνή θα ψιθυρίζει «πάει, ξέμεινε στο ράφι». Θα πληγώσει, θα προσβάλλει, θα ξεπεράσει κάθε όριο, δε θα ενδιαφερθεί στιγμή για την ποιότητα και το υπόβαθρο της ζωής του ανθρώπου στον οποίο απευθύνεται. Θα απαιτήσει με κατινιά να βγουν προσωπικά στη φόρα, από άτομα που μπορεί να μη θέλουν να τα κοινοποιήσουν όλα στο οικογενειακό της περιβάλλον.
Η ίδια θεία, στο ίδιο τραπέζι, θα στραφεί και στο άνεργο, άλλο ανιψάκι της, σουφρώνοντας τα χειλάκια και λέγοντας «εσύ παιδί μου, ακόμα τίποτα από δουλειά; Ο γιος μου τρέχει και δε φτάνει», ενώ η ίδια ανατριχιαστική φωνή μέσα στο μυαλό της θα λέει «καλός τεμπέλης είσαι κι εσύ». Θα προσβάλλει και θα υποτιμήσει έναν άνθρωπο που μπορεί να έχει σπουδάσει τα διπλά χρόνια από το γιο της -ή και όχι γιατί δεν έχει καμία σημασία αυτό-, θα έχει ακούσει άπειρα όχι την τελευταία δεκαετία, θα έχει εργαστεί περιστασιακά χωρίς ασφάλιση και κανέναν σεβασμό. Τον ίδιο που θα τρώει το σαράκι κάθε βράδυ που αναγκάζεται ακόμα να μένει με τη μαμά και τον μπαμπά.
Άνθρωποι που ανέχονται για χρόνια την απαράδεκτη συμπεριφορά από θείες και θείους και πάει λέγοντας, καταπίνουν την απέχθειά τους κάτω από το προπέτασμα της συγγενικής αγάπης που υποτίθεται ότι δείχνουν οι συγγενείς τους και το βουλώνουν για να μη φέρουν καβγά στην οικογένεια. Αλλά η αγάπη αυτή είναι στη μακέτα και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική. Γιατί μια θεία ή ένας θείος (μη μένεις στο φύλο) που πραγματικά αγαπά, θα έχει την επαρκή ενσυναίσθηση να σκεφτεί ότι δεν μπορούμε να παρεμβαίνουμε στην ερωτική ζωή κανενός, χάριν των δικών μας πεποιθήσεων. Με τον ίδιο τρόπο θα αντιμετωπίσει και την ανεργία, θεωρώντας πως ναι, αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα, θέλοντας να βοηθήσει, αν μπορεί. Κι όλα αυτά θα τα σκεφτεί με τη δική της φωνή, όχι με τη φωνή του ερπετού. Θα τα σκεφτεί και θα τους κλείσει το μάτι συνωμοτικά, σαν να τους λέει «μετά το φαγητό, κερνάω καφέ όπου γουστάρετε».
Η ερπετοειδής θεία δεν είναι η μόνη περίπτωση τοξικού συγγενούς. Το ίδιο αντιπαθής μπορεί να είναι κι ένας ξάδερφος ο οποίος μικρός έσπαγε όλα τα παιχνίδια σου και στα 40 του περηφανεύεται για όσα έχει καταφέρει, ενώ βρήκε έτοιμη δουλειά από τον μπαμπά ο οποίος τον έχρισε διευθυντή στα 25 του και δεν έχει ιδέα τι σημαίνουν τα ένσημα στον ΕΦΚΑ. Εξίσου απαράδεκτος μπορεί να είναι κι ένας θείος ο οποίος κάνει μονίμως σεξιστικά σχόλια και προσβάλλει τη γυναίκα του ενώπιον όλων. Την ίδια αντιπάθεια μπορεί να νιώθεις για τη νύφη σου, επειδή βλέπεις ξεκάθαρα την υποκρισία σε κάθε της κίνηση. Αντίστοιχη συμπεριφορά μπορεί να έχει η πεθερά σου η οποία σε ρωτάει κάθε μήνα γιατί ακόμα δεν είσαι έγκυος. Σε όλα αυτά τα άτομα, υπό άλλες συνθήκες, δε θα έλεγες ούτε καλημέρα, αλλά η αγάπη-μακέτα σε αναγκάζει να τους ανέχεσαι και να τους συναναστρέφεσαι, λες κι η συγγένεια είναι η κολυμπήθρα του Σιλωάμ που όλα τα ξεπλένει.
Κάθε οικογένεια είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας. Όπως αγαπάμε, συμπαθούμε κι αντιπαθούμε άτομα από τον κοινωνικό μας περίγυρο, το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και σε μια οικογένεια. Δεν υποχρεούμεθα ν’ αγαπήσουμε κανέναν και δεν πρέπει να νιώθουμε ενοχή γι’ αυτό. Η αγάπη δεν έρχεται πακέτο με κανέναν άνθρωπο, προκύπτει από τη μεταξύ μας αλληλεπίδραση. Το ότι ανεχόμαστε ανθρώπους μέσα στο σπίτι μας, επειδή τυγχάνει να είναι συγγενείς μας, δε σημαίνει ότι θα τους αγαπήσουμε, ούτε ότι θα μας αγαπήσουν. Θα ήταν ωραίο, όμως, να συμβεί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου