Τα κριτήρια με βάση τα οποία συμπαθούμε ή κατατάσσουμε έναν ηθοποιό σε μια κατηγορία είναι, συνήθως, υποκειμενικά, επιφανειακά και βασίζονται στους ρόλους που υποδύεται στη διάρκεια της καριέρας του. Κι αυτό είναι λογικό, εφόσον οι περισσότεροι δεν έχουμε προσωπική επαφή μαζί τους, ώστε να τους γνωρίζουμε ως ανθρώπους. Η μόνη ευκαιρία που έχουμε για να αποκτήσουμε επιπλέον πληροφορίες και για να αποφασίσουμε το κατά πόσο τους συμπαθούμε ή όχι είναι μέσω των συνεντεύξεων που παραχωρούν ή, σήμερα, μέσω των αναρτήσεων που κάνουν στα κοινωνικά δίκτυα.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος έχει σίγουρα λάβει τον χαρακτηρισμό του κωμικού ηθοποιού, καθώς συνηθέστερα υποδύεται ρόλους αυτής της κατηγορίας, παρά το γεγονός ότι έχει υποστηρίξει με μεγάλη επιτυχία και δραματικούς, όπως στη σειρά «10η εντολή» όπου υποδύθηκε ψυχικά διαταραγμένες προσωπικότητες που διέπραξαν εγκλήματα, κοιτώντας μας μέσα από την κάμερα με μάτι θολό και μυαλό χαμένο. Η φυσικότητα με την οποία φαίνεται να μπαίνει στην ψυχοσύνθεση κωμικών χαρακτήρων, ωστόσο, αναδεικνύουν πάντα το τεράστιο ταλέντο του, αφού είναι πιο δύσκολο να κάνεις κάποιον να γελάσει, από το να φοβηθεί ή να κλάψει.
Όπως παραδέχθηκε πρόσφατα σε συνέντευξή του στο Πάμε Δανάη, επέλεξε να γίνει ηθοποιός γιατί ήθελε ακριβώς αυτό, να κάνει τους γύρω του να γελούν και να μη βλέπει πρόσωπα σκυθρωπά:
«Ίσως έγινα ηθοποιός γιατί δεν μου άρεσε να βλέπω στεναχωρημένα πρόσωπα και ήθελα να κάνω τους ανθρώπους να γελάνε. Ίσως στο σχολείο να ήθελα να είμαι το επίκεντρο, αλλά είχα και μία ντροπαλοσύνη που με κράταγε σε μία ισορροπία. Όταν μπήκα στη δουλειά άρχισα να ζητάω να είμαι το επίκεντρο μέσα από αυτό που κάνω πάνω στη σκηνή.»
Κι αν κάποιος νομίζει ότι αυτό είναι εύκολο, απλώς απατάται οικτρά. Όσοι από εμάς έχουμε παρακολουθήσει, έστω ελάχιστα, κάποια μαθήματα θεάτρου έχουμε ακούσει διάφορες παραινέσεις και συμβουλές. Προσωπικά, μια συμβουλή η οποία έχει χαραχτεί στο μυαλό μου είναι ότι πάντα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο χαρακτήρας με του οποίου τα παθήματα γελάμε σε μια κωμωδία είναι, στην ουσία, ένας άνθρωπος που πάσχει. Ο κωμικός ηθοποιός, δηλαδή, μέσα από το προσωπικό δράμα του εκάστοτε χαρακτήρα, καλείται να διαχειριστεί το συναίσθημα αυτό με τέτοιο τρόπο που θα πρέπει να κάνει τους άλλους να γελούν κι είναι η προσπάθεια που γεννά το γέλιο, η σωματικότητα, η τάση. Μέσα του μπορεί να κλαίει, αλλά οι αντιδράσεις του προκαλούν γέλιο κι όχι θλίψη, ταύτιση κι όχι αποστροφή. Το πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθεί αυτή η ισορροπία και μάλιστα να περνάει και πέρα από την πρώτη σειρά ως την τελευταία, λίγοι μπορούν να το αντιληφθούν. Πόσο μάλλον να το καταφέρουν.
Όλοι έχουμε γελάσει με τον Γρηγόρη του «Είσαι το ταίρι μου», του ρομαντικού νέου που ερωτεύτηκε τη δίμετρη Στέλλα ή Βίκυ και καταρρακώθηκε όταν τον άφησε στα κρύα του λουτρού. Γελούσαμε όταν τον βλέπαμε να πηγαίνει άφραγκος στην Αυστραλία και να ψάχνει απεγνωσμένα να τη βρει, αλλά εκείνος μέσα του ζούσε με την αγωνία να την κοιτάξει στα μάτια, να της πει ότι την αγαπά. Γελούσαμε όταν τον βλέπαμε να επισκέπτεται τους λάθος θείους, αλλά εκείνος ένιωθε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, γυρνώντας στην Ελλάδα πιο απελπισμένος από ποτέ. Γελούσαμε με τη σχέση του με τον Λάζαρο, όσο εκείνος αγωνιούσε να τον φροντίσει, κρατώντας μια πατρική φιγούρα ζωντανή στα μάτια του. Κι αυτός ήταν μόνο ένας ρόλος από τους πολλούς -πιθανότατα ο πιο εμβληματικός της καριέρας του, μαζί με τον Τζόνι στα εγκλήματα.
Λοιπόν, δε διάλεξε τον εύκολο δρόμο. Επέλεξε να ξεπεράσει τις όποιες δυσκολίες που μπορεί να έχει η κωμωδία, γιατί θεώρησε ότι το να κάνει κάποιον να νιώσει καλύτερα είναι σημαντικότερο. Κι εφόσον μπορεί να το καταφέρει, θεώρησε χρέος του να το κάνει. Η στάση του ξεπερνά την ευθύνη που έχει ένας ηθοποιός κι ορίζει τον άνθρωπο που έχει ενσυναίσθηση. Τον άνθρωπο που δεν τον νοιάζει μόνο να κάνει το μεράκι και το γούστο του, αλλά που τον ενδιαφέρει να νιώθει καλά κι ο διπλανός, ο γείτονας, ο άγνωστος. Τον άνθρωπο που ξέρει να μοιράζεται και να λέει «πάρε, εμένα μου περισσεύει».
«Θα ήμουν τρισευτυχισμένος αν σταματούσα και τώρα αυτή τη δουλεία. Ποτέ δεν είχα όνειρο να συνεργαστώ μ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους, να βρεθώ στην Επίδαυρο, να παίρνω τόση αγάπη απ’ τον κόσμο. Έχω όνειρο μόνο να είναι καλά οι άνθρωποι μου και να είμαστε ευτυχισμένοι.»
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος είναι ένας ταπεινός, χορτασμένος άνθρωπος που δεν ονειρεύτηκε μεγαλεία και μεγάλες λεζάντες. Που εκτίμησε και σεβάστηκε το χάρισμα που του έχει δοθεί, υπηρετώντας το με σεβασμό κι ευθύνη. Που δεν ξεπούλησε τις αρχές και τα όνειρά του για τα φράγκα, αλλά ξεκινάει πάντα με τον ίδιο ενθουσιασμό, ακόμα κι αν πιστεύει ότι θα σπάσει τα μούτρα του. Είναι ένας άνθρωπος που έχει αντιληφθεί τη σημασία του ότι όλοι, όποια δουλειά κι αν κάνουμε, όση δημοτικότητα κι αν έχουμε, όσα likes κι αν λαμβάνουμε, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι είμαστε τρωτοί κι έχουμε την ανάγκη των άλλων. Κι όταν αυτή η συνειδητοποίηση φέρνει δάκρυα συγκίνησης στα μάτια, όπως στον Χαραλαμπόπουλο, τότε μόνο μια βαθιά υπόκλιση ταιριάζει απέναντι σ’ αυτόν που δακρύζει.
Φωτογραφία αρχείου από το Πάμε Δανάη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου