Τα δικτατορικά καθεστώτα έχουν μακρά ιστορία, ενώ ακραίες αντιλήψεις εκφράζονται σε κάθε χώρα του κόσμου. Τη βαναυσότητα, όμως, ενός δικτάτορα την έχουν νιώσει στο πετσί τους λίγοι λαοί του κόσμου. Ο Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ ήταν ο τελευταίος δικτάτορας της Αϊτής, ο οποίος πέθανε το 2014 σε ηλικία 63 ετών, κλείνοντας έναν κύκλο φρίκης για τη χώρα.
Η δικτατορία στην Αϊτή ξεκίνησε από τον Φρανσουά Ντιβαλιέ, πατέρα του Ζαν Κλοντ. Τόσο ο πατέρας και όσο και ο γιός, υπήρξαν από τους πιο αιμοσταγείς δικτάτορες στην ιστορία. Ο Φρανσουά Ντιβαλιέ ήταν γιατρός και τον συνόδευε το ψευδώνυμο «Papa Doc». Παρά το γεγονός, όμως, ότι ήταν άνθρωπος της επιστήμης, ήταν κι ένθερμος υποστηρικτής της μαγείας και των βουντού. Επί των ημερών του κήρυξε ως επίσημη θρησκεία της Αϊτής τα βουντού κι επιπρόσθετα θεωρούσε τον εαυτό του «πνεύμα του θανάτου». Υποστήριζε, μάλιστα, ότι όταν οι σχέσεις των Η.Π.Α. με την Αϊτή διακόπηκαν, εκείνος ήταν που σκότωσε τον πρόεδρο Κένεντι με βουντού, καρφώνοντας βελόνες σε ένα κέρινό ομοίωμά του.
Ο Φρανσουά Ντιβαλιέ έφτασε μέχρι το 1956 στο αξίωμα του υπουργού υγείας, αλλά το 1957 ανέλαβε την εξουσία της Αϊτής, μετά από ισχυρές σχέσεις που είχε καταφέρει να αναπτύξει με τον στρατό της χώρας. Κατάφερε, έτσι, με τη βοήθεια των όπλων να κρατηθεί στην εξουσία για 6 χρόνια, δίνοντας υποσχέσεις για απελευθέρωση από τη ξενοκρατία και τη διανομή του πλούτου στον μαύρο πληθυσμό. Όταν, όμως, το 1958 έγινε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του, ο Ντιβαλιέ άρχισε να αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο. Φρόντισε να αποθαρρύνει κάθε αντιφρονούντα, λαμβάνοντας δραστικά μέτρα.
Η πρώτη αντιδημοκρατική του κίνηση ήταν να καταργήσει όλα τα κόμματα, όπως και τα συνδικάτα και τις φοιτητικές οργανώσεις. Επίσης, έκλεισε τη στρατιωτική ακαδημία και όλοι οι αξιωματικοί αντικαταστάθηκαν από υποστηρικτές του. Δημιούργησε, δηλαδή, τα σώματα «SS» της Αϊτής, την ομάδα των Tonton Macoutes που λειτουργούσαν όπως ακριβώς όλες οι άλλες ναζιστικές οργανώσεις. Τα μέλη του σώματος αυτού είχαν εκπαιδευτεί από Αμερικανούς αξιωματικούς, είχαν αυστηρή περιβολή και οπλοφορούσαν. Με οποιαδήποτε ασήμαντη αφορμή, αφαιρούσαν τη ζωή από πολίτες που έκριναν αντιφρονούντες, σκορπώντας τον θάνατο και τον τρόμο στη χώρα.
Η νυχτερινή κυκλοφορία απαγορεύτηκε, ενώ δημιουργήθηκε παραστρατιωτική ομάδα με τη συμμετοχή 15.000 ανδρών. Ο Ντιβαλιέ είχε δημιουργήσει φυλακές όπου φυλακίστηκαν οι ιερείς που απέρριπταν τη μαγεία και τα βουντού. Στις φυλακές αυτές, οι κρατούμενοι υπέμεναν φρικτά βασανιστήρια στα οποία συχνά παρευρισκόταν και ο ίδιος ο δικτάτορας. Τα στελέχη των Tonton Macoutes παρέδιδαν στον Ντιβαλιέ τα κεφάλια όσων ο ίδιος είχε διατάξει να εκτελεστούν, ενώ συχνά ξερίζωναν την καρδιά, τον πνεύμονα και τα μάτια των θυμάτων, όπως τους είχε πει ο δικτάτορας. Το 1959, ο δικτάτορας έπαθε καρδιακή προσβολή και ανέθεσε τη διοίκηση στον αρχηγό των Tonton Macoutes. Όταν, όμως, ο Ντιβαλιέ ανέκαμψε φυλάκισε τον αρχηγό που ο ίδιος είχε διορίσει, αποδεικνύοντας την παραφροσύνη που τον διακατείχε.
Το 1961 έγινε ίσως η μεγαλύτερη νοθεία που έχει γίνει ποτέ σε εκλογές. Ο Ντιβαλιέ κήρυξε εκλογές και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο ίδιος είχε λάβει 1.320.748 ψήφους και οι λοιποί υποψήφιοι ούτε μια! Τον επόμενο χρόνο, οι Η.Π.Α. διέκοψαν τις σχέσεις με την Αϊτή, όταν έγινε αντιληπτό ότι ο Ντιβαλιέ ήταν καταχραστής και δολοφόνος. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του καταχράστηκε πάνω από 1 δις δολάρια. Οι συνθήκες που δημιούργησε ο Ντιβαλιέ στη χώρα ήταν χαοτικές, με βασικές ελλείψεις σε νερό και τροφή και με το 90% του πληθυσμού να είναι αναλφάβητο. Έφτιαξε φυτείες, στις οποίες οι πολίτες εργάζονταν χωρίς να πληρώνονται, ενώ όλα τα έσοδα από τις εξαγωγές τα καρπωνόταν ο ίδιος. Έφτασε ακόμα και στο σημείο να διατάξει να σφαγιαστούν όλα τα μαύρα σκυλιά στη χώρα, διότι πίστευε ότι ο πολιτικός του αντίπαλος, τον οποίο είχε δολοφονήσει, είχε μετενσαρκωθεί σε μαύρο σκύλο. Τουλάχιστον 300.000 κάτοικοι διέφυγαν στις Η.Π.Α. για να γλιτώσουν από την παράνοια του δικτάτορα.
Ο Φρανσουά Ντιβαλιέ πέθανε το 1971, αφού είχε φροντίσει συνταγματικά η εξουσία να περάσει στον γιό του, Ζαν Κλοντ, ο οποίος, όμως, επέδειξε εξίσου ακραία συμπεριφορά. Μυημένος και αυτός στα βουντού, έφθασε στο σημείο να παντρευτεί τη μητέρα του σε τελετή, προκειμένου να ανανεώσει τη συμφωνία που είχε κάνει ο πατέρας του με τον Διάβολο, όπως υποστήριζε. Συνέχισε να δολοφονεί πολίτες, να πουλά το αίμα τους σε αμερικανικές εταιρείες υγείας και να τους πετά κέρματα από τη λιμουζίνα του σε ένδειξη ταπείνωσης. Το 1985, ο λαός εξεγέρθηκε και ο Ζαν Κλοντ εκδιώχθηκε από τη χώρα. Το 2011 επέστρεψε στην Αϊτή, κατηγορούμενος για διαφθορά και καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη, αν και το 2013 αθωώθηκε για τις κατηγορίες αυτές. Το 2014 πέθανε από ανακοπή καρδιάς.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.