Λένε πως η ουσιαστική γνωριμία με τους ανθρώπους γίνεται στο τέλος και όχι στην αρχή. Μόνο τότε μπορείς να πεις με βεβαιότητα «χάρηκα για τη γνωριμία». Στον κόσμο των σχέσεων όμως σπάνια ακούμε ένα τέλος που να σηματοδοτείται από ένα «χάρηκα». Τι πάει λοιπόν στραβά;
Δεν είναι τυχαίο πως σε μια σχέση στην αρχή τα περισσότερα πράγματα, αν όχι όλα, κυλούν ομαλά και ευχάριστα. Η αρχή είναι πάντα γλυκιά, θυμίζει την πρώτη μπουκιά από το αγαπημένο σου γλυκό. Σημαντική όσο δε πάει, αυτή σου ανοίγει την όρεξη, όμως ουσιαστικά το ακόμα πιο σημαντικό κομμάτι είναι εκείνο του μετέπειτα. Αν το γλυκό φτάσει να σε λιγώσει ή αν τελικά η συνταγή δεν πέτυχε δε θα θελήσεις να το ολοκληρώσεις.
Πολλάκις έχουμε ακούσει πως η επικοινωνία παίζει ρόλο σημαντικό και πως είναι άξια προσοχής από τους πάντες, παρ’ όλα αυτά το κομμάτι της επικοινωνίας χάνεται ως δια μαγείας κάπου στην πορεία, αφήνοντάς μας μονάχα με θεωρίες και υποθετικά σωστά. Σχεδόν αστείο καταλήγει -με την ειρωνική έννοια της λέξης- το σε πόσα άτομα συμβαίνει. Στις θεωρίες είμαστε μονάχα καλοί απ’ ότι φαίνεται. Και πώς αντιμετωπίζεται; Με αυθόρμητες, αλλά καθόλου καλές για τη σχέση, κινήσεις. Πληγώνοντας και φθείροντας ο ένας τον άλλον, μέχρι να έρθει η στιγμή που είτε ο ένας από τους δύο, είτε και οι δύο -αν δεν αποφασίσουν το τέλος αυτής της σχέσης- θα στρέψουν το ενδιαφέρον τους αλλού. Και γιατί συμβαίνει αυτό;
Κακά τα ψέματα, υπάρχει πρόβλημα στο πόσο δίνουμε και δινόμαστε. Και αυτό όπως είναι φυσικό έχει επακόλουθα. Όταν στη σχέση δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα, ξαφνικά το τι και πόσο δίνει ο καθένας αποκτάει βαρύτητα. Πέφτει στο τραπέζι και υπογραμμίζεται έντονα. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι εκδηλωτικοί, κάποιοι δεν επιθυμούν τα πολλά λόγια. Όταν λοιπόν κάποια στιγμή αντί για κατανόηση και συζήτηση έρθει η γκρίνια και η απογοήτευση, ανάλογα με τα όρια και την υπομονή του καθενός, υπάρχει ο κίνδυνος να μειωθεί το ενδιαφέρον του για τον σύντροφό του.
Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα πως κάτι άλλο αμέσως θα του τραβήξει την προσοχή, αλλά με τον καιρό το άσχημο κλίμα και το μειωμένο ενδιαφέρον μπορεί να αποβούν μοιραία. Ένα ερώτημα όμως που προκύπτει είναι το ποιος θα είναι τελικά αυτός που θα προδώσει. Αυτός που δεν επενδύει στη σχέση ή αυτός που προσπαθεί μόνος για να πετύχει ή να διατηρήσει το «μαζί»; Ο άνθρωπος από τη φύση του προσπαθεί όταν για background υπάρχουν συναισθήματα, ακόμη και αν τα όριά τους είναι δυσδιάκριτα. Όμως όταν δεν υπάρχει ανταπόκριση όσο καλός και να είναι, κάποια στιγμή θα κουραστεί. Μια τραμπάλα πάντα θέλει δύο για να ισορροπήσει. Λογικό δεν είναι;
Οι δυνάμεις εγκαταλείπουν και το αίσθημα του ότι αδειάζεις εσωτερικά, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, κάνει την εμφάνισή του. Όταν το άτομο που υπάρχει απέναντί σου δεν εκτιμά και δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμά σου, δε σου αφήνει και πολλά περιθώρια να συνεχίσεις. Έρχεται και η μονοτονία έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα την οποία εύκολα μπορεί να σπάσει μια άλλη καινούρια φυσιογνωμία, η οποία στην αρχή ίσως εμφανιστεί απλώς σαν μια φιλική φιγούρα, που εν τέλει όμως θα δεις να σε ελκύει. Ίσως να μη μιλάμε καν για κέρατο ακριβώς, τουλάχιστον όχι στην αρχή, όμως και πάλι μιλάμε για τη στιγμή που σηματοδοτεί το τέλος της ήδη υπάρχουσας κουραστικής κατάστασης.
Όσο για τους ανθρώπους που δεν επενδύουν και πολλά στον δεσμό τους, μπορεί να είναι θέμα χαρακτήρα. Αν ωστόσο παρατηρηθεί κάποια αλλαγή ξαφνική στη συμπεριφορά του συντρόφου, καλό είναι να μην περάσει στα απαρατήρητα. Ίσως πρόκειται για σημάδι που λέει ότι κάτι πάει λάθος. Και προσοχή, δε μιλάμε για τίποτα απόλυτο εδώ. Μια αλλαγή μπορεί να σημαίνει χίλια δύο πράγματα. Δε θέλει πανικό, θέλει αντίθετα την ηρεμία που μπορεί να επιτρέψει έναν σωστό διάλογο.
Το να είναι κανείς δοτικός και εκδηλωτικός δεν είναι κακό. Το πρόβλημα προκύπτει όταν ο σύντροφος δεν μπορεί να συμβαδίσει. Όταν αρχίζει να το επαναπαύεται αφήνοντας τον ένα να τραβάει όλο το κουπί μόνος του, μένοντας ο ίδιος να απολαμβάνει την ευκολία του να φτάνεις σε έναν προορισμό χωρίς κανέναν κόπο. Εύκολο να παίρνεις όταν κάποιος δίνει, μην ξεχνάς όμως να προσφέρεις κάτι και εσύ. Ίσως τελικά αυτό που χρειάζεται και από τις δύο μεριές να είναι παραπάνω προσοχή στα σημάδια. Διότι πάντοτε υπάρχουν σημάδια, αρκεί να ανοίγουμε τα μάτια μας και να τολμάμε να τα παραδεχτούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη