Έρχεται κάποτε η στιγμή που έχεις υπερβεί τα όρια σου. Στην πραγματικότητα τα είχες ξεπεράσει εδώ και καιρό αλλά αδιαφόρησες για την προειδοποιητική πινακίδα που έγραφε «δεν αντέχω άλλο». Όμως, τώρα κουράστηκες. Μπούχτισες. Τους σιχάθηκες όλους κι όλα.
Πέφτεις για ύπνο, αλλά σου είναι αδύνατο να κοιμηθείς. Νιώθεις ότι δεν μπορείς να αναπνεύσεις. Οι ανάσες σου κοφτές και γρήγορες. Πνίγεσαι. Έχεις ένα κόμπο στο λαιμό. Αρχίζεις να βήχεις και να ξεβράζεις από μέσα σου λόγια που δεν είπες τότε που έπρεπε, παράπονα που δεν εξέφρασες και λυγμούς που άκουσες μόνο εσύ.
Δεν έχεις άλλη λύση. Σηκώνεσαι. Βάζεις ένα ποτήρι κρασί και κάνεις μια σύντομη αναδρομή στη ζωή σου. Θυμάσαι άτομα, στιγμές και καταστάσεις. Εικόνες περνούν φευγαλέα μπροστά από τα μάτια σου. Γελάς. Βουρκώνεις. Νοσταλγείς. Τα συναισθήματά σου μπερδεμένα όπως κι η ρημάδα η ζωή σου. Τη γέμισες κόμπους και τώρα φοβάσαι να την ξεμπερδέψεις. Όμως, ήρθε η ώρα για ένα καλό ξεκαθάρισμα.
Σπάνιο πράγμα οι απολογισμοί. Δύσκολο να τους ξεκινήσεις και ακόμη δυσκολότερο να τους ολοκληρώσεις. Φέρνουν στο προσκήνιο πρόσωπα, αναμνήσεις κι αισθήματα που ήθελες να ξεχάσεις για πάντα. Ωστόσο, είναι απαραίτητοι για να πας παρακάτω. Για να κλείσεις ένα κεφάλαιο πρέπει να ξέρεις κάθε λεπτομέρεια κι όχι μόνο τους πλαγιότιτλους.
Αρχίζεις να μετράς τους ανθρώπους της ζωής σου. Το μέτρημα δε σου βγαίνει. Ξαφνιάζεσαι. Ανησυχείς. Χρησιμοποιείς μέχρι και τα δάχτυλά σου, σαν μικρό παιδί, για να μην κάνεις κάποιο λάθος. Παίρνεις χαρτί και μολύβι. Το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Οι σελίδες μένουν άγραφες. Λευκές.
Αρνείσαι να δεχτείς ότι ένα κι ένα δεν κάνουν δύο. Η ζωή δεν έχει κανόνες, μόνο εξαιρέσεις. Προσθέτεις από εδώ, αφαιρείς από εκεί αλλά τζάμπα κόπος.
Κάτι ξεκινάς να γράφεις. Το σβήνεις βιαστικά, χωρίς δεύτερη σκέψη. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αποκρουστικό. Μισογραμμένες σελίδες γεμάτες μουντζούρες.
Όποιο πρόσωπο και να θυμηθείς το χαρακτηρίζεις με μια μόνο λέξη. Σχεδόν. Η ζωή σου γέμισε από σχεδόν φίλους, σχεδόν έρωτες και σχεδόν συγγενείς. Μήπως τελικά σχεδόν ζεις;
Φίλοι που λάκισαν στην πρώτη ευκαιρία. Λόγια μεγάλα. Υποσχέσεις πολλές. Πράξεις λίγες. Θυμάσαι όλα αυτά τα «θα» που συνοδεύτηκαν από μια αδικαιολόγητη σιωπή κι απομάκρυνση. Μπορεί να μη μαλώσατε ποτέ αλλά για έναν γαμημένο λόγο, για ένα πούστη εγωισμό χαθήκατε. Βλέπεις ήταν περίπου φίλοι σου.
Συγγενείς που δε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Επαναπαύτηκαν στον τίτλο της συγγένειας που τους χάρισε η ζωή. Για την ακρίβεια έκαναν τα πάντα για να τον απαρνηθούν. Με την πρώτη δυσκολία εξαφανίστηκαν. Πρώτοι στις χαρές και στις λύπες τελευταίοι. Προτίμησαν να είναι στο περίπου συγγενείς σου.
Έρωτες που τελείωσαν άδοξα. Έρωτες που με την πρώτη φουρτούνα γκρεμοτσακίστηκαν στα βράχια. Ξεκίνησαν με τους καλύτερους οιωνούς αλλά η πορεία τους ήταν απογοητευτική. Ακόμη, θυμάσαι τα όνειρα που έκανες. Τα σχέδια σου που ανατράπηκαν μέσα σε μια στιγμή. Ήταν κι αυτοί στο περίπου έρωτες.
Άτομα πολλά. Πράξεις λίγες. Γέμισες τη ζωή σου με πολλούς που σου έδιναν λίγα. Κι αυτό το λίγο μέχρι πρότινος σε συντηρούσε. Σου αρκούσε λίγη στοργή, λίγη αγάπη και λίγο ενδιαφέρον. Έπαιρνες την ελάχιστη δόση που χρειαζόσουν για να επιβιώσεις.
Ποτέ δεν το κατάλαβα το λίγο και το σχεδόν στις ανθρώπινες σχέσεις. Τι σημαίνει είμαι λίγο ερωτευμένος ή αυτός είναι σχεδόν φίλος μου; Τα συναισθήματα δε μετριούνται. Η μετριότητα είναι άγνωστη λέξη γι’ αυτά. Υπάρχουν ή όχι. Οι μόνες λέξεις που μπορούν να τα χαρακτηρίσουν είναι το πολύ και το καθόλου.
Ναι, καλά άκουσες. Αυτό το καθόλου που εσύ φοβήθηκες. Ακόμα και τώρα σε τρομάζει. Συνήθισες στα λίγα και πλέον σου φαίνονται φυσιολογικά. Τρέμεις στην ιδέα να τα χάσεις.
Όμως, για να αποκτήσεις αυτό που επιθυμείς και να φτάσεις εκεί που θέλεις πρέπει πρώτα να νιώσεις πως είναι να μην έχεις τίποτα. Πριν το αίσθημα της πληρότητας υπάρχει το αίσθημα του απόλυτου κενού. Ξέρεις είναι εκείνη η στιγμή που έχεις αδειάσει πλήρως μέσα σου. Έχεις απομακρυνθεί απ’ όλους κι είσαι στο μεταίχμιο για μια νέα αρχή. Το μόνο που μένει είναι να πατήσεις το κουμπί που γράφει play.
Λοιπόν, άδειασε τη ζωή σου από τα λίγα και κάνε χώρο για να έρθουν τα πολλά.
Βουλιάζεις και ας μην το καταλαβαίνεις. Τα λίγα που επέλεξες σου προσφέρουν κάποιες αναπνοές για να κρατιέσαι στη σχεδόν ζωή σου. Όμως, πρέπει να πιάσεις πάτο για να πάρεις φόρα και να ξαναβγείς στην επιφάνεια.
Πέτα από πάνω σου τις μπουκάλες και τα ψευτοσωσίβια. Πάρε μια βαθιά αναπνοή και φτάσε στον πάτο. Ήρθε η ώρα να κάνεις το μεγάλο άλμα προς τα πάνω. Μη φοβάσαι. Μέχρι να το καταλάβεις θα ανοίξεις τα μάτια σου και θα βλέπεις τη στεριά. Και να θυμάσαι.
Το λίγο είναι χειρότερο από το καθόλου.