Κάθε φορά οι τελευταίες κι οι πρώτες μέρες του χρόνου είναι μια ύστατη ευκαιρία να πεις ένα «ευχαριστώ» και μια «συγγνώμη» εκεί που τα χρωστάς. Και σίγουρα έχεις πολλές ανεκπλήρωτες οφειλές. Μπορεί να μην τις θυμάσαι, αλλά αυτό δεν αναιρεί την ύπαρξή τους. Μην έχεις καμιά αμφιβολία γι’ αυτό.
Όπως μην αμφιβάλλεις ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για ένα γρήγορο απολογισμό όσων έζησες ή προσπάθησες να ζήσεις το έτος που πέρασε. Μετράς αυτούς που έμειναν, έφυγαν ή έδιωξες με τα ίδια σου τα χέρια. Προσπαθείς να θυμηθείς όσους σε πλήγωσαν, σε πρόδωσαν, αλλά κι αυτούς που ακόμα το παλεύουν. Το τελικό αποτέλεσμα είναι σίγουρα κάθε φορά διαφορετικό. Άμεσα εξαρτώμενο απ’ τις επιλογές· τις δικές σου, αλλά και των άλλων.
Τα συναισθήματα ανάμεικτα. Νοσταλγία για όσα πέρασαν. Θλίψη για ό,τι έχασες. Ελπίδα μα συνάμα φόβος γι’ αυτά που ακολουθούν. Μια νέα αρχή πάντα σε εξιτάρει, αλλά σε φοβίζει συγχρόνως.
Μόλις αρχίσανε να μετράνε αντίστροφα τα τελευταία δέκα δευτερόλεπτα, εικόνες κατέκλυσαν το μυαλό σου. Θυμήθηκες στιγμές, συναισθήματα, απώλειες και κέρδη. Ένα γρήγορο πέρασμα των τελευταίων δώδεκα μηνών. Βλέπεις πρόσωπα χαμογελαστά και μάτια δακρυσμένα, αλλά το μάτι σου πέφτει πάνω στην πίσω όψη πολλών ανθρώπων. Προσπαθείς να δεις τα πρόσωπά τους, όμως μάταια. Το μόνο που σου δείχνουν είναι η πλάτη τους. Κι οι γυρισμένες πλάτες πληγώνουν. Πληγώνουν πολύ.
Άτομα στα οποία φέρθηκες ίσως καλύτερα και απ’ ό,τι τους άξιζε. Ήσουν πάντα εκεί γι’ αυτούς, ακόμα κι αν δε στο είχαν ζητήσει. Οι σχέσεις σας ξεκίνησαν με τους καλύτερους οιωνούς. «Για πάντα» λέγανε, αλλά εσύ προτιμούσες το «όσο πάει». Πιο ρεαλιστικό. Πιο αληθινό.
Τα στήριξες μέχρι και τότε που δεν μπορούσες να ανεχτείς ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό. Έβαζες στην τσέπη τον πόνο σου και πήγαινες για να ακούσεις το δικό τους. Αμέτρητες ώρες ψυχολογικής υποστήριξης ακόμη κι αν εσύ είχες να αντιμετωπίσεις μεγαλύτερα τέρατα απ’ τα δικά τους. Πνιγόντουσαν σε μια κουταλιά νερό κι εσύ προσπαθούσες να κρατηθείς στην επιφάνεια ενός μανιασμένου ωκεανού.
Όμως, δε σε ένοιαζε. Ήταν μέρος της ζωής σου. Ήταν οι άνθρωποί σου. Οι δικοί σου άνθρωποι. Κι αυτό σήμαινε ότι τα προβλήματά τους ήταν και δικά σου. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αμοιβαίο. Ήρθε η στιγμή που άπλωσες κι εσύ το χέρι για βοήθεια. Κουράστηκες να κολυμπάς. Ζήτησες να σε κρατήσουν –έστω και λίγο– στην επιφάνεια για να ξεκουραστείς. Να γίνουν για μια στιγμή το σωσίβιό σου.
Όμως, κανένα χέρι δεν ήταν εκεί για να σηκωθείς, κανένας ώμος για να ξεσπάσεις και κανένα πρόσωπο για να σε κοιτάξει στα μάτια. Αντίθετα το μόνο που αντίκρισες ήταν χέρια μαζεμένα και πλάτες γυρισμένες.
Αρχικά τις χτύπησες διακριτικά με τα δάχτυλά σου και στη συνέχεια τις βάρεσες με όλη σου τη δύναμη. Δεν έλαβες καμιά απάντηση. Δε γύρισαν ποτέ. Η πλήρης αδιαφορία. Απλώς απομακρύνθηκαν όταν τα χτυπήματά σου έγιναν ενοχλητικά. Από δικοί σου άνθρωποι, έγιναν ξένοι.
Λοιπόν, σ’ αυτούς τους δικούς μας ξένους νομίζω οφείλουμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ». Τεράστιο για την ακρίβεια. Άθελά τους μας δίδαξαν πολλά. Ίσως περισσότερα κι από το αν έμεναν μαζί μας. Η φυγή τους μπορεί να πόνεσε, αλλά μας άλλαξε προς το καλύτερο. Ωφέλιμες απώλειες δυστυχώς υπάρχουν μέχρι και στον πόλεμο. Στη ζωή δε θα υπήρχαν;
Μέσα απ’ αυτές μάθαμε να στηριζόμαστε στα δικά μας πόδια. Να σηκωνόμαστε δίχως να χρειαζόμαστε ψεύτικα στηρίγματα που γκρεμίζονται με το πρώτο αεράκι. Να κλαίμε στο μαξιλάρι μας κι όχι σε πλάτες μισογυρισμένες.
Συνειδητοποιήσαμε ότι το μόνο δεδομένο κι ο μοναδικός μόνιμος σύμμαχός μας είναι ο εαυτός μας. Όλοι οι άλλοι έρχονται και φεύγουν. Ίσως κάποιοι να μείνουν για πάντα, αλλά αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις. Πλέον δεν περιμένουμε τίποτα κι από κανέναν. Κι ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο κέρδος μας. Γιατί οι προσδοκίες πληγώνουν. Ειδικά όταν αποδεικνύονται απατηλές.
Γι’ όλα αυτά, λοιπόν, ευχαριστώ έστω και μετά την αλλαγή του χρόνου, αυτούς που έφυγαν απ’ τη ζωή μου. Όσους με ξέχασαν, με πρόδωσαν ή με πλήγωσαν. Όσους αδιαφόρησαν. Όσους φοβήθηκαν αυτά που ερχόντουσαν.
Δεν ξέρω αν με έκαναν πιο δυνατό, αλλά σίγουρα με έκαναν διαφορετικό. Κι ευτυχώς δε θα είναι δίπλα μου να δουν αυτή την αλλαγή. Κι αδιαμφισβήτητα μου δίδαξαν ένα πράγμα. Ο πόνος προϋποθέτει την απογοήτευση. Κι η απογοήτευση την προσμονή. Αλυσίδα είναι αυτά. Αν δεν προσμένεις, δεν μπορείς να πονέσεις.
Επιμέλεια Κειμένου Χάρη Παυλίδη: Πωλίνα Πανέρη