Τα ταμπού υπήρχαν υπάρχουν και θα υπάρχουν προκειμένου να εξασφαλίσουν μια νόρμα συμπεριφοράς από τη μία και από την άλλη για να μπορούμε με ηρεμία να κατατάξουμε εαυτόν είτε από την πλευρά του φυσιολογικού είτε από την πλευρά του μη φυσιολογικού (κι ίσως περιθωριοποιημένου). Μπαίνουμε λοιπόν πολλές φορές στη διαδικασία να βάζουμε κάτω από το μικροσκόπιο τα θέλω και τις ανάγκες μας, προκειμένου να δούμε αν κουμπώνουν με τις πεποιθήσεις και την έγκριση του περιβάλλοντός μας. Ορισμένα από αυτά είναι:

 

1. Αισθητικές επεμβάσεις-παρεμβάσεις

Ίσως από τα πιο χοτ ζητήματα. Στήθος, οπίσθια, μύτες, μάτια χείλη μπαίνουν κάτω από το μικροσκόπιο και το πανοπτικό μας κι εξετάζεται το κατά πόσο «χρειαζόταν» μια αλλαγή ή όχι. Όπως εύκολα λέμε σε κάποιον που θέλει μια αλλαγή στη ζωή του «δεν είσαι δέντρο, μπορείς να φύγεις από εκεί που είσαι τώρα» αντίστοιχα εύκολα μπορούμε να μεταμορφώσουμε πράγματα πάνω μας που δε μάς αρέσουν και δε νιώθουμε άνετα με αυτά. Κι εδώ είναι η μεγαλύτερη παρανόηση.

Οι αισθητικές επεμβάσεις είναι πλέον προσιτές οικονομικά και λιγότερο επώδυνες σε σχέση με το παρελθόν, υπάρχει πληθώρα ειδικών που μάς συμβουλεύουν σε σχέση με την αλλαγή που επιζητούμε προκειμένου να υπάρξει ένα αρμονικό αποτέλεσμα. Έστω λοιπόν ότι έχουμε θέμα με τη μύτη μας. Δε μάς αρέσει δηλαδή- αυτό είναι το θέμα. Από το να βρούμε τη δικαιολογία του στραβού διαφράγματος προκειμένου να αιτιολογήσουμε στους δικούς μας ανθρώπους την αλλαγή που θέλουμε να κάνουμε πέραν του πρακτικού κομματιού της αναπνοής, μπορούμε να κάνουμε την ερευνά μας χωρίς ανακοινώσεις. Να ξεκινήσουμε δηλαδή τη διαδικασία μόνοι μας κι αφού έχουμε συλλέξει όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε να μιλήσουμε στους δικούς μας για την απόφασή μας. Όχι ζητώντας άδεια όμως. Εξηγώντας τη διαδικασία και μένοντας μόνο στα πρακτικά. Όσο φαίνεται σαν να ζητάμε άδεια για κάτι, ο άλλος θα μπει στο ρόλο του αν θα τη δώσει ή όχι.

 

2. Σεξουαλικότητα

Αυτή η συστολή που μπορεί να νιώθουμε ορισμένες φορές και σε ορισμένα περιβάλλοντα είναι δείκτης του ότι κάποια περιβάλλοντα είναι λιγότερο φιλόξενα από άλλα. Κι αυτό επηρεάζει τη θέση μας απέναντι στα δεδομένα. Αν δηλαδή υπάρχει η ανάγκη, λόγω του περιβάλλοντος αυτού, να υποστηρίξουμε μια επιλογή που η λογική μας (κι όχι μόνο) ουρλιάζει πως είναι δικαίωμα, είναι λογικό να επέρχεται κι η συστολή ή η ανάγκη επίδειξης to make a statement. Το να κρατηθούμε χέρι-χέρι με τον άνθρωπό μας δημοσίως για παράδειγμα -έχει αποδειχθεί- ότι αποτελεί ρίσκο. Δυστυχώς αυτή είναι μια μεταβλητή πέρα και πάνω από το πώς νιώθουμε εμείς άνετα, γιατί αφορά τους άλλους και την προβολή της φυσιολογικότητας που οι ίδιοι κάνουν στην κοινωνία.

Υπάρχει γενικότερα μια ανάγκη ταμπελοποίησης και κατηγοριοποίησης, ένα «τι είσαι;» που δε λέγεται ποτέ αλλά εννοείται. Αυτή είναι μια ερώτηση που μπορούμε να κάνουμε εμείς οι ίδιοι σε εμάς, απαλλαγμένοι όμως από την πεποίθηση πως χωράει μόνο μια απάντηση. Στην πραγματικότητα αυτή η ερώτηση αφορά περισσότερο το «με τι νιώθεις καλά;», «με ποιον νιώθεις καλά;», «πώς νιώθεις καλά;». Αυτομάτως, αν αντικαταστήσουμε την ταμπέλα της ερωτικής μας ταυτότητας με τις απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις, φεύγει ένα τεράστιο βάρος. Κι αυτό γιατί οι ταμπέλες πολλές φορές έχουν τη δική τους υπόσταση την οποία είναι δύσκολο εννίοτε να εντοπίσουμε με νηφαλιότητα και να προσαρμόσουμε στη δική μας ξεχωριστή ύπαρξη.

 

3. Πολυγαμία

Εδώ δεν τίθεται ζήτημα του πόσους ανθρώπους μπορούμε να αγαπάμε ταυτόχρονα. Το ζήτημα είναι με πόσους ανθρώπους «επιτρέπεται» ή είναι κοινωνικά αποδεκτό να μοιραζόμαστε την ερωτική ζωή μας την ίδια χρονική περίοδο. Η πολυγαμία ή η πολυσυντροφικότητα είναι περισσότερο κομμάτι της φύσης μας από το κοινωνικό κατασκεύασμα της μονογαμίας. Αυτό δε σημαίνει ότι όσοι είναι μονογαμικοί γίνονται αυτόματα αρνητές της φύσης της πολυγαμίας ή το ανάποδο. Όσο δεν εμπλέκονται διαφορετικά θέλω και ανάγκες από τις διάφορες πλευρές, είμαστε ελεύθεροι να αγαπάμε όπως θέλουμε όσους θέλουμε. Το «έχω σχέση με κάποιον» μεταφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο.

Σημαίνει κάνουμε συγκεκριμένα πράγματα μαζί, οι δυο μας κι εννοείται πως αυτός ο κύκλος δε χωράει πάνω από δύο. Όμως γιατί να εννοείται; Γιατί το να έχει κανείς σχέση, δεν αναιρεί την περίπτωση να έχεις ταυτόχρονα παρόμοια σχέση και με κάποιον άλλο. Όσο το πόιντ παραμένει στη διαφάνεια των θέλω και όσο δε γίνεται κάτι με πρόθεση να κοροϊδέψει κανείς κανέναν, η πολυγαμικότητα που τρομάζει σαν λέξη, μπορεί να αντικατασταθεί στο μυαλό μας με την έννοια της ελεύθερης σχέσης.

 

4. Τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου

Εδώ ο λόγος γίνεται για το πορτοφόλι μας. Ο τρόπος ζωής μας χρωματίζει πτυχές της προσωπικότητάς μας. Τα ρούχα μας, τα μαλλιά μας, τα μικροαντικείμενα στο σπίτι μας είναι προεκτάσεις μας κι έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Τίθεται αρκετές φορές σαν ζήτημα σε παρέες και σχέσεις το πού και πώς ξοδεύει κανείς τα λεφτά του. Αναλωνόμαστε συχνά στην ερμηνεία των επιλογών ξοδέματος του άλλου προκειμένου να δημιουργήσουμε μια εξίσωση στο μυαλό μας ή να ερμηνεύσουμε τις προτεραιότητές του και καμιά φορά τις κρίνουμε κιόλας.

Μπορεί να έχει τύχει κιόλας να αποκρύψουμε μια αγορά μας από έναν δικό μας άνθρωπο προκειμένου να μην κριθούμε γι’ αυτήν. Το να μπαίνουμε διαρκώς, όμως, σε μια διαδικασία απολογίας για τον τρόπο ζωής μας, δίνει στον άλλον ή στους άλλους μια εξουσία που μπορεί εξ αρχής να μην είχαν ζητήσει κιόλας. Επομένως, όταν αποφασίζουμε να ξοδέψουμε τα χρήματά μας σε κάτι που μάς αρέσει και μάς γεμίζει, δε χρειάζεται να τό ανακοινώνουμε ή αντιστοίχως, μπορούμε να θέσουμε όρια σχετικά με το μέχρι πού χωράει συζήτηση, κόβοντας τον δρόμο από την περιοχή ενός συνεχούς κι αχρείαστου ελέγχου.

 

5. Το ίματζ

Πάλι λοιπόν βασισμένο σε μια προκατάληψη, μέχρι πρότινος υπήρχε έντονα το μοντέλο που εξίσωνε -σαν ιματζ τουλάχιστον- τον ευκατάστατο κι εύπορο με τον ηθικό. Αντίστοιχα με τα χρήματα λοιπόν, το στάτους στην κοινωνία, την επιφάνεια ή μη, τον τομέας της εργασίας μας, αποτελούν στοιχεία επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας αλλά και αξιοπιστίας. Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, τα χρήματα και το στάτους στις διάφορες φάσεις της ζωής μας είναι πράγματα που επιλέγουμε και πράγματα που δεν επιλέγουμε. Κανείς δεν επέλεξε να γεννηθεί φτωχός ή πλούσιος, φτωχότερος ή πλουσιότερος από κάποιον άλλο και σίγουρα αυτό δεν είναι συνώνυμο της ηθικής του.

Κάποια στιγμή επέλεξε το επάγγελμά του σε έναν βαθμό ή το απέρριψε κυνηγώντας κάτι άλλο. Κι όμως πολλές φορές καταλήγουμε να χαρακτηρίζουμε κάποιον από το τι έχει, παρά από το τι κάνει. Αν ήμασταν κάποια φυλή στον Αμαζόνιο και μάλιστα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν, ίσως να έβγαζε ένα κάποιο νόημα η σύνδεση της ύλης με το στάτους, με την κοινή παραδοχή πως ο σαμάνος της φυλής πρέπει να έχει τα καλύτερα αγαθά γιατί είναι ο provider του πληθυσμού. Και σε αυτή την περίπτωση λοιπόν, το ταμπού αναφορικά με την εργασία, το στάτους και τα χρήματα αφορά το πόσο ακούγεται η φωνή μας, το πόσο εμείς νιώθουμε πως έχουμε «δικαίωμα γνώμης», το πόσο το στάτους προσδίδει κύρος, διατηρώντας μια λογική κάστας. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε το εξής: εφόσον δεν ελέγχουμε με το τι γεννιόμαστε, δεν μπορούμε να μπούμε σε διαδικασία απολογίας γι’ αυτό και σίγουρα δε θα αυτοφιμωθούμε χάριν μιας αόρατης κατηγοριοποίησης με βάση το κοινωνικό προφίλ. Ηθικός μπορείς να είσαι και με τρία δις και με δέκα ευρώ στην τσέπη. Όπως κι ανήθικος επίσης.

 

6. Ενοχοποίηση του ωραίου

Κι όχι μόνο του ωραίου του ανεπιτήδευτου, αλλά και του επιτηδευμένου. Ίσως όλοι μας θα θέλαμε να χαρακτηριζόμαστε από αυτή την «αντικειμενική ομορφιά», μα είτε συμβαίνει αυτό είτε όχι, η έννοια του κουραρίσματος και της περιποίησης είναι δικαίωμα, ασχέτως που αυτόματα μεταφράζεται σαν ματαιοδοξία.

Στα πλαίσια του περιορισμού της ευχαρίστησης, έρχονται κάποιες συγκαλυμμένες με αγνότητα απόψεις και μάς λένε πως η φιλαρέσκεια δεν έχει καμία σχέση με την πνευματική ανάπτυξη. Πως είσαι όλα σε όσα αφιερώνεις το χρόνο σου και πως εφόσον αφιερώνεις χρόνο στην εξωτερική εμφάνιση, είσαι αυτόματα ρηχός, επιφανειακός και τα συναφή. Γιατί όχι και τα δύο; Ή και τα τρία; Μπορούμε να είμαστε επαγγελματίες, γονείς, αθλητές, καλλιτέχνες, θείοι, φίλοι και εραστές και ταυτόχρονα να αφιερώνουμε χρόνο στην εξωτερική μας εμφάνιση. Φοβερό; Ένα πραγματικό μούλτι τάσκινγκ. Η προκατάληψη που θέλει το ωραίο να είναι και χαμηλού νοητικού επιπέδου, να στερείται βάθους και τα λοιπά, καλά κρατεί. Λειτουργεί ωστόσο περισσότερο ως μέσον ανακούφισης για τους άλλους κι απόρροια ενός συμπλέγματος κατωτερότητας, παρά ως οτιδήποτε άλλο.

 

7. Θρησκευτικές πεποιθήσεις

Δεν αφορά την παραδοχή προς τα έξω για το κατά πόσο πιστεύει κάποιος και πού. Αφορά την παραδοχή προς τα μέσα. Ανήκοντας κανείς σε ένα βαθιά θρησκευόμενο οικογενειακό περιβάλλον, είναι ταμπού για τον πυρήνα της οικογένειας η παραδοχή ενός μέλους πως αμφισβητεί τη θρησκευτική παράδοση ή ακόμη και πως δεν ακολουθεί καμία πίστη, ή έχει αποφασίσει να ταχθεί σε κάτι άλλο που τό βρίσκει πιο ταιριαστό με τα δικά του ιδεώδη. Αντίστοιχα, ανήκοντας κανείς σε ένα περιβάλλον αθεΐας, είναι ίσως τα ταμπού να παραδεχτεί πως πιστεύει σε κάτι διαφορετικό. Όπως και να έχει, όπου κι αν τάσσεται κανείς, υπέρ ή κατά, φαίνεται πως υπάρχει και η αντίστοιχη μερίδα στο περιβάλλον του που μπορεί να τόν καταδικάσει ως αιρετικό ή ως αφελή.

Σε ό,τι κι αν πιστεύουμε, είτε λέγεται Θεός, είτε λέγεται Νίτσε είτε λέγεται πορτοκάλι, αποτελεί μια απόφαση. Καλώς ή κακώς μέχρι μια ηλικία αποφασίζουν άλλοι για εμάς. Ωστόσο, αθροιστικά κι από ένα σημείο και έπειτα, είναι περισσότερα τα χρόνια που παίρνουμε εμείς αποφάσεις για εμάς. Το ζήτημα της θρησκείας στην ανθρώπινη ψυχολογία μετρά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια υπό την έννοια -μεταξύ άλλων- της ανάγκης δημιουργίας ενός ψυχολογικού μηχανισμού άμυνας απέναντι στη βεβαιότητα του θανάτου. Υπό αυτή την έννοια, ο μόνος τρόπος για να βγούμε αλώβητοι από τον συναισθηματικό κανιβαλισμό που υφιστάμεθα προκειμένου να ταιριάξουμε σε ένα σύστημα, ανεξαρτήτως από το εάν μάς πρεσβεύει ατομικά ή όχι, είναι να βγούμε μόνοι μας από αυτό. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ειδικά όσον αφορά την πνευματική πραγματικότητα, κανένα επιχείρημα, όσο λογικό ή ρομαντικό κι αν είναι, δεν αρκεί για να αλλάξει το περιβάλλον. Το μόνο που μπορεί να αλλάξει είναι η ενεργή μας παρουσία μέσα στο ένα ή το άλλο σύστημα.

Συντάκτης: Μαρία Χριστίνα Μαγκανάρη