Αγάπη μου, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε. Όχι εσύ κι εγώ μόνο. Φέρε και τη ζήλια σου μαζί. Φέρ’ την εδώ που έχω δυο λόγια να της πω και ας μου πει και κείνη τα δικά της. Τι; Μόνο όταν θέλει αυτή θα εμφανίζεται και θα μου χαλάει το κέφι; Πάρε τη ζήλια σου κι ελάτε, απόψε θα τα πούμε όλα μέχρι να τραπεί σε φυγή και να ησυχάσουμε.
Δε θέλω να μου πεις τάχα μου πως δε ζηλεύεις και πως δεν ξέρεις σε τι αναφέρομαι. Μπορεί να μην κάνεις τις τραγικές σκηνές που βλέπει κανείς στα βραζιλιάνικα σίριαλ, αλλά το πράσινο αυτό τερατάκι σε επισκέπτεται συχνά. Αν με ρωτάς, συχνότερα από όσο θα έπρεπε και πολύ συχνότερα απ’ όσο θέλω. Πες της, λοιπόν, πως μετά το αποψινό δεν είναι ευπρόσδεκτη και να μη μας ξανάρθει. Δεν έχω χρόνο για ανόητες ζήλιες ούτε έχω όρεξη.
Εγώ θέλω χαμόγελα! Θέλω να σου μιλάω για όλους και για όλα και να μη σκοτεινιάζεις γιατί πάλι κάτι σου ψιθύρισε εκείνη στο αφτί. Να μην την ακούς, την άτιμη για ζήλια, που ένα καλό δεν έχει να πει. Μην την κρατάς άλλο, στείλ’ την! Την έχεις εκεί και την τρέφεις κι αυτή φουσκώνει κι όσο φουσκώνει, τόσο σου τρώει τα σωθικά.
Σε τρώει από μέσα λίγο-λίγο και σ’ αλλάζει. Σε κοιτάζω και βλέπω ένα ομοίωμά σου, όχι εσένα. Δεν είσαι εσύ που αγαπώ και θέλω στη ζωή μου. Είσαι η ζήλια σου κι αυτή δεν τη θέλω. Άντε, στείλ’ τη στο διάολο να μείνουμε οι δυο μας!
Τι σου μουρμουράει τώρα η σμέρνα; Δήθεν σου έδωσα αφορμή; Δήθεν κάποιος έδειξε ενδιαφέρον; Μήπως σου λέει να με κλείσεις σε κανένα ανήλιαγο υπόγειο να γίνουμε Κωσταλέξι; Μη χαμογελάς, δε θα με ρίξεις πάλι για χάρη της. Πες της πως εκείνη τα δημιουργεί όλα και να πάψει. Καμιά αφορμή δεν έδωσα, το ξέρεις και το ξέρω. Κανένας δε με φλέρταρε επειδή είπε μια καλή κουβέντα ή δύο, κανείς δε με γουστάρει επειδή με κοίταξε. Σ’ ευχαριστώ που με βλέπεις τόσο ελκυστική, μα, στ’ αλήθεια, δε νομίζω πως είμαι. Δεν είμαι τηγανητή πατάτα να με θέλουν όλοι! Ωστόσο, σε διαβεβαιώνω, ακόμα κι αν ήμουν δε θα με επηρέαζε. Τι μας νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι, εμείς καλά δεν είμαστε;
Εντάξει, κι εγώ ζηλεύω πού και πού. Θυμάσαι εκείνη την τύπισσα που είχε καρφωθεί να σε κοιτάει; Την άλλη που έκανε σαν να μην υπήρχα κι όλο σ’ εσένα μίλαγε; Ε, άνθρωπος είμαι κι εγώ, ζήλεψα! Δε μούτρωσα, δε θύμωσα, απλά ζήλεψα. Σε μια τελική ανάλυση ήταν και λίγο αστείο, δε νομίζεις; Όσο και να σε κοιτάζουν, όσο και να σε θέλουν εσύ θα κοιμηθείς μαζί μου κι απόψε. Όσες κι αν σου την πέσουν, με καμία δε θα πας αν δεν το θέλεις. Κι αν λες πως θες εμένα, τότε κλείσαμε. Ας μην το συζητάμε άλλο. Σε πιστεύω και δε με νοιάζει ο κόσμος. Δε θα κάτσω να ασχοληθώ πάνω από πέντε λεπτά για καμία τυχαία που της γυάλισες. Σου συνιστώ να κάνεις το ίδιο.
Άσε τη ζήλια σου να λέει ό,τι θέλει. Εγώ είμαι δική σου από επιλογή και δεν είμαι αντικείμενο για να με «κλέψει» κανένας από σένα. Πες στη ζήλια σου, λοιπόν, πως δεν τη χρειαζόμαστε άλλο. Ήταν γλυκό στις αρχές να βλέπω πως ζηλεύεις, μα δεν είναι πια. Δεν έχει ρομαντισμό η ζήλια, δεν έχει πλάκα, δεν έχει κανένα απολύτως λόγο για να μας κουβαλιέται σε εξόδους ή συζητήσεις. Βρε παιδάκι μου, δεν έχεις καταλάβει πως εσένα θέλω; Τι να κάνω; Να το γράψω σε πανό και να κατέβω στο Σύνταγμα;
Αφού σε θέλω, βρε βλάκα, γιατί δε με πιστεύεις; Λες να διαγράψω έτσι απλά όσα έχουμε ζήσει γιατί κάποιος μου την έπεσε; Λες να με ενδιαφέρει κιόλας αυτός ο τρίτος, ο άγνωστος, ενώ μπορώ να έχω εσένα; Εσένα που θέλω, που αγαπώ και που διαλέγω κάθε μέρα σαν να είναι η πρώτη; Έλα, πες στη ζήλια σου να ξεκουβαλήσει. Ούτε τους ψιθύρους της θέλω ούτε τίποτα. Εγώ θέλω εσένα και μάλιστα εσένα να με εμπιστεύεσαι όσο κι εγώ.
Μωρέ, δεν είμαστε πια παιδάκια να θεωρούμε πως η ζήλια είναι ένδειξη πόθου κι έρωτα. Θα δω πόσο με θες στο φιλί σου. Στην αγκαλιά σου, στο βλέμμα. Εσύ δεν τα βλέπεις αυτά όταν σ’ αγγίζω; Μήπως δεν κάνω κάτι καλά; Μήπως πρέπει να σε σφίξω λίγο ακόμα στην αγκαλιά μου για να το καταλάβεις; Άμα θες, εδώ είμαι. Θα επανορθώσω με φιλιά και χάδια κι εσύ πες στη ζήλια σου να σκάσει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη