Στην πόλη μου δεν μπορεί κανείς να πει ψέματα -ούτε καν τα λευκά, εκείνα που λένε αλλού για να μην πληγώσουν, να μην ανησυχήσουν, να μην αμαυρώσουν την εικόνα τους ή θίξουν την περηφάνεια τους. Εδώ μαθαίνεις να δέχεσαι την αλήθεια του άλλου από παιδί κι έτσι, όταν σου απαντήσουν αρνητικά σ’ ερωτήσεις όπως το «σ’ αρέσουν τα μαλλιά μου;» δε νιώθεις άσχημα, γιατί ξέρεις πως απλώς πρόκειται για την προσωπική άποψη του ερωτώμενου και τίποτα παραπάνω.

Πολλές φορές βέβαια, κάποιες ερωτήσεις αποφεύγεις να τις κάνεις από ανασφάλεια και φόβο. Για παράδειγμα, έχω χρόνια ν’ ακούσω κάποιον να ρωτάει αν πάχυνε ή αν τον έχουν βαρεθεί. Είναι νόμος της φύσης ότι η αλήθεια είναι κλειδί κι όπλο στα χέρια του καθενός μας. Άλλωστε κι εμείς άνθρωποι είμαστε, απλώς λίγο διαφορετικοί.

Εδώ, κανείς δεν κοροϊδεύει κανέναν, ούτε τον εξαπατά. Δεν έχουμε αυτήν την ικανότητα αλλά δε θέλουμε και να την καλλιεργήσουμε. Ωστόσο συχνά μένουμε σιωπηλοί. Αντιλαμβανόμαστε ότι μια αλήθεια μπορεί να μας πληγώσει και πού και πού την αποφεύγουμε. Βέβαια, υπάρχει ένας νόμος που όλοι μας υπακούμε -ακόμα κι οι πιο σιωπηλοί: όταν συναντήσεις κάποιον που γνωρίζεις πρέπει να ρωτήσεις τι κάνει και πώς είναι.

Για παράδειγμα, χθες που βγήκα για ψώνια, συνάντησα τυχαία τη γειτόνισσά μου την κυρία Τιτίκα, μια γηραιά κυρία γλυκιά μα αποτραβηγμένη στο διαμέρισμά της. Όπως ορίζουν τα χρηστά ήθη εδώ, τη ρώτησα τι κάνει κι εκείνη μου απάντησε ειλικρινά. Νιώθει κουρασμένη και μόνη. Κατηγορεί και για τα δύο την ηλικία της αν και για το ένα, ίσως να ευθύνονται και τα παιδιά της που δεν την επισκέπτονται. Η υγεία της για τα χρόνια της είναι καλά.

Κάτι παρόμοιο μου είπε κι ο κυρ Νίκος ο μανάβης της γειτονιάς μας. Δεν είναι λέει νιάτο αλλά τα καταφέρνει κι είναι χαρούμενος που πάει καλά το μαγαζί του. Η παλιά μου συμμαθήτρια η Νίκη, μου είπε πως δεν είναι καλά γιατί έχει τη μητέρα της άρρωστη κι ανησυχεί. Βλέπεις, δεν μπορείς να βοηθήσεις σ’ αυτά και ταυτόχρονα νιώθεις αβοήθητος κι εσύ ο ίδιος. Ρώτησα και την κόρη της την Ελένη πώς είναι και μου είπε ότι είναι χαρούμενη γιατί πήρε ένα καινούριο παιχνίδι και δε βλέπει την ώρα να παίξει με τους φίλους της.

Μετά συνάντησα έναν παλιό συνάδελφο, τον Χρήστο. Μου είπε πως τα πράγματα είναι λίγο περίεργα γι’ αυτόν γιατί παίρνει διαζύγιο απ’ τη γυναίκα του και νιώθει πως χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια του. Ήταν λυπημένος αλλά ανακουφισμένος ταυτόχρονα. Πάει καιρός που οι δυο τους δεν ήταν ευτυχισμένοι μα απέφευγαν να κάνουν την κατάλληλη ερώτηση: «είσαι ευτυχισμένος μαζί μου;»

Με τη σειρά τους ρώτησαν και μένα πώς είμαι. Τους είπα προφανώς την αλήθεια. Λυπάμαι που νιώθει μόνη η κυρία Τιτίκα, θα φροντίσω να την επισκέπτομαι πού και πού. Χαίρομαι που το μαγαζί του κυρ Νίκου πάει καλά κι είναι χαρούμενος. Λυπάμαι για την άρρωστη μητέρα της Νίκης μα χαίρομαι για τη μικρή Ελένη και το καινούριο της παιχνίδι. Τέλος, έχω ανάμεικτα συναισθήματα γι’ αυτό που βιώνει ο Χρήστος. Είναι δύσκολο να χωρίζεις έναν άνθρωπο που περάσατε τόσα μαζί.

Κι εγώ δεν είμαι καλά. Νιώθω λύπη και θυμό, νιώθω κουρασμένη, νιώθω πως πνίγομαι απ’ το άγχος και τις υποχρεώσεις. Νιώθω πως οι ρυθμοί της ζωής μου είναι εξοντωτικοί και πως δεν έχω να περιμένω και πολλά. Είμαι μπουχτισμένη απ’ όλα κι από όλους μα περισσότερο απ’ τον εαυτό μου. Όχι γιατί κάτι έγινε τώρα, αλλά γιατί όσα έχουν γίνει ή γίνονται, απλώς προστίθενται το ένα πάνω στ’ άλλο κι εγώ τα σέρνω όπως ο Χριστός τον Σταυρό του.

Δε θυμάμαι τι γεύση έχει η ευτυχία κι η χαρά μου μοιάζει τόσο σύντομη πού καλά-καλά δεν προλαβαίνω να τη μυρίσω. Καταλαβαίνω πως ίσως δεν είναι η ζωή μου αυτό που ευθύνεται αλλά εγώ κι ο τρόπος που βλέπω τον κόσμο. Ποιον κόσμο δηλαδή; Στην πόλη μας δεν κυκλοφορούμε πολύ, μήτε πολλοί, γιατί φοβόμαστε να πούμε την αλήθεια μας. Μένουμε στα σπίτια μας και βγαίνουμε μόνο για τα βασικά. Όμως, όποτε βγαίνουμε, για κάποιο λόγο, νιώθουμε πολύ καλύτερα στην επιστροφή μας.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου