«Πόσο γλυκιά η ανάμνηση», «πόσο όμορφες οι θύμησες» λέμε και ξαναλέμε κοιτώντας πίσω σε στιγμές που πέρασαν, στιγμές που πλέον αναπολούμε αδυνατώντας να τις επαναλάβουμε. Σκορπάμε μερικά λεπτά ή και ώρες βυθοσκοπώντας σε σημεία του παρελθόντος μας μνημονεύοντας τα περασμένα. Ναι, νοσταλγούμε εκείνο που δεν έχουμε, εκείνο που είχαμε μα χάσαμε, εκείνο που σήμερα είναι αλλιώς ή δεν είναι καθόλου. Κι όσο το νοσταλγούμε τόσο το στρογγυλεύουμε, τόσο το εξωραΐζουμε, τόσο το θεοποιούμε. Νοσταλγούμε και ξαναχρωματίζουμε το νουάρ φιλμ των γεγονότων που ζήσαμε με μια παλέτα σε παλ αποχρώσεις όπως ίσως μας βολεύει για να αποτινάξουμε κάθε ζοφερή γωνιά του.
Μα τι όμορφη διαδικασία! Πόσο αξιολάτρευτα παραπλανητική! Μια άκρως πετυχημένη διαφήμιση των πεπραγμένων μας που σκοπό της έχει να σε κάνει να αγοράσεις ξανά και ξανά κάθε σου λάθος ή και σωστό σαν να πρόκειται για το καλύτερο προϊόν στα ράφια σε περίοδο εκπτώσεων. Μοιάζει με τρέιλερ από blockbuster ταινία που νιώθεις πως πρέπει οπωσδήποτε να δεις μα όταν τελικά τη βλέπεις πασχίζεις να ανακαλύψεις άλλο στιγμιότυπο καλύτερο απ’ όσα υπήρχαν στο δίλεπτο προωθητικό κλιπ. Κι όμως συνεχίζεις να το αγοράζεις, συνεχίζεις να γουστάρεις να νοσταλγείς. Να γλυκαίνεις τις ασχήμιες, να καταπίνεις τον κόμπο που έχεις στον λαιμό και να σχηματίζεις με τα χείλη σου το γλυκόπικρο χαμόγελο της ενθύμησης.
Άτιμη νοσταλγία, πόσα προβλήματα μας δημιούργησες! Με το μαγικό ραβδάκι σου περνάς και τα αλλοιώνεις όλα. Κάνεις τα άσχημα θολά και πολύ πιο εύπεπτα και τα ωραία ακόμα καλύτερα. Και το κάνεις γιατί εμείς σε καλούμε. Σε καλωσορίζουμε με ανοιχτές αγκάλες, δάφνες και στρωμένα ροδοπέταλα για να τελέσεις το θεάρεστο έργο σου. Σε χρειαζόμαστε να τα αλλάξεις για να υπομένουμε στωικά τις δυσκολίες, για να έχουμε κάπου όμορφα να επιστρέψουμε όταν η πραγματικότητα μάς μοιάζει μελαγχολική κι απαισιόδοξη. Γιατί οι μνήμες έχουν δύναμη κι εσύ το ξέρεις. Τρυπώνεις στο μυαλό μας και κάνεις κοψίματα και ραψίματα και κάθε μέρα και λίγο ακόμα μέχρι το αποτέλεσμα να σε ικανοποιεί κι ας μην έχει πλέον και τόση σχέση με την πραγματικότητα– ποιος νοιάζεται; Δεν είναι αυτή η δουλειά σου, έτσι κι αλλιώς. Εσύ ήρθες για να τα βελτιώσεις όλα– μέχρι κι εκείνα που δε θα ‘πρεπε.
Άτιμη νοσταλγία, μας κατέστρεψες. Σε φέραμε για σωτήρα, επενδύσαμε σε σένα και μας κλείδωσες στο χθες, στις νεφέλες και στις ανακρίβειες. Κοιτάξαμε πίσω σε σχέσεις που εμείς οι ίδιοι τερματίσαμε έχοντας λόγους σοβαρούς που εσύ τους έκανες να μοιάζουν με παιδιαρίσματα και πιστέψαμε πως σφάλαμε. Είδαμε με τα θολά γυαλιά σου τα λάθη μας –λάθη που ορκιστήκαμε να μην επαναλάβουμε από φόβο ή πόνο- κι έμοιασαν με αστεία ανέκδοτα που θα τα ξανάκανες έτσι, για χαβαλέ. Κι όσα καλώς ποιήσαμε τα έκανες μεγαλειώδη μόνο και μόνο για να φουσκώσουν τα στήθη μας μ’ αλαζονεία, εγωισμό και πομφολυγώδη περηφάνια. Γυρίσαμε πίσω σε ανθρώπους που δεν έπρεπε, σηκώσαμε γέφυρες, επαναλάβαμε πράξεις παραβλέποντας την ιστορία, σαν να επιδιώκαμε ένα δεύτερο Βατερλό στην ίδια ζωή. Σαν να μη μας έφτασε η πρώτη πανωλεθρία, σαν να μη τη χορτάσαμε.
Εντάξει, ξέρω πως οι προθέσεις σου ήταν καλές. Ξέρω πως ήθελες να απαλύνεις τον πόνο, να μας φτιάξεις σε μια γωνιά του νου μας εκείνο το πολυπόθητο καταφύγιο που πάντα λαχταράμε. Ξέρω πως δεν ήρθες ακάλεστη μα δεν ξέρω πώς να σε σταματήσω πια. Όσο μεγαλώνουμε τόσο περισσότερο αυξάνεται το υλικό σου, τόσο περισσότερο ξαναδουλεύεις πάνω σε προηγούμενα έργα σου, τόσο περισσότερο μπερδευόμαστε τελικά για το τι συνέβη όντως και το τι σβήστηκε ή τροποποιήθηκε στο πέρασμα του χρόνου. Και δε θα σου πω ψέματα, δε θα ήθελα να φύγεις. Μας εξυπηρετεί πολύ όλους αυτό που κάνεις για να το σταματήσουμε έτσι απλά.
Επιστημονικά μιλώντας η νοσταλγία μπορεί να παράξει θετικά συναισθήματα. Αυτή η αναγωγή στο αλλοτινό και λήξαν αποδεδειγμένα προκαλεί χαρά, τονώνει την αυτοπεποίθησή μας και μας κάνει να βλέπουμε τον κόσμο πιο αισιόδοξα. Ετυμολογικά η λέξη σημαίνει «επιστροφή στον πόνο» και έχει συνδεθεί με τη μελαγχολία κυρίως γιατί πρώτα παρατηρήθηκε σε ανθρώπους που τους έλειπε η πατρίδα τους και την αναπολούσαν με καημό. Αν με ρωτάτε όμως, η νοσταλγία είναι πολλά περισσότερα απ’ αυτό.
Είναι το παυσίπονο που θα πάρουμε για να ηρεμήσουμε αλλά όχι το φάρμακο που θα μας γιατρέψει. Είναι το παλτό που θα φορέσουμε όταν η ψυχή μας κρυώνει γυρεύοντας μια πραγματική πηγή θερμότητας ώστε να μην παγώσουμε. Η νοσταλγία δεν προσφέρει λύσεις αλλά παρηγοριά κι ως τέτοια πρέπει να την αξιώνουμε. Μάλλον δε φταίει που επιλέγουμε να επαναλάβουμε τα σφάλματά μας αλλά σίγουρα δε μας αποτρέπει και τόσο απ’ αυτά. Ιδίως όταν αποσκοπεί στο να τα καλλωπίζει!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου