Θα σε αφήσει να τσακωθείς μόνος σου. Ίσως σε κοιτάξει με ένα βλέμμα απάθειας. Δε θα σου δώσει καμία λαβή για να συνεχίσεις να επιτίθεσαι, καμία κουβέντα για να πιαστείς. Θα σωπάσει· όχι γιατί δεν έχει κάτι να πει αλλά γιατί ξέρει πως ότι κι αν πει ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Ξέρει ότι κάθε λέξη του μπορεί να λειτουργήσει ως ένα ακόμα έναυσμα για καυγά -κάτι που αποφεύγει πάσει θυσία. Δε θα καβγαδίσει άλλο, δε θα φωνάξει, δε θα σε αφήσει να δεις πώς πραγματικά νιώθει. Θα σου δώσει την «τιμωρία της σιωπής» κρύβοντας κι ο ίδιος τα συναισθήματά του· μικρό το τίμημα.
Κι έτσι απλά, οι όροι θα αντιστραφούν. Με κάτι τόσο φαινομενικά άκοπο όσο η αποσιώπηση θα σε υποβάλλει να αναχαιτίσεις τις εχθροπραξίες. Με μια εικονική ευκολία –που πιθανότατα του πήρε χρόνια να υιοθετήσει και να βελτιώσει τόσο – θα πάρει τις αποστάσεις του και θα σε αφήσει να πρωταγωνιστήσεις σ’ ένα μονόπρακτο που κανέναν δεν εντυπωσιάζει ή ευχαριστεί. Εν τέλει, θα σωπάσεις κι εσύ αναγκαστικά γιατί δεν υπάρχει κάποιος αντίλογος για να επιχειρηματολογήσεις κατά του, δε θα υπάρχει έδαφος για να δεχθεί τα πυρά σου.
Και κάπου εκεί θα απορήσεις τι συνέβη. Θα αρχίσεις να αναρωτιέσαι τι προβάλλεται στο μυαλό του, τι σκέφτεται, τι επιθυμεί, τι νιώθει. Θα νιώσεις τραγικά ανασφαλής και φοβισμένος. Εκτεθειμένος και ανόητος. Ίσως θυμώσεις περισσότερο, ίσως επιδιώξεις μια απάντηση με κάθε κόστος, μα η αδιαφορία του άλλου σε έχει ήδη νικήσει είτε το αντιλαμβάνεσαι είτε όχι. Η απροθυμία του άλλου να εμπλακεί στην διαφωνία σας, ακόμα κι αν εκ πρώτης όψεως μοιάζει άκακη, μπορεί να προκαλέσει τον ίδιο πόνο με μια φυσική κακοποίηση.
Όσο παράδοξο κι αν είναι, η τιμωρία της σιωπής ανατρέπει την δυναμική ενός καβγά, πληγώνει τον έτερο εμπλεκόμενο βαθιά μα δεν αφήνει «αποτυπώματα». Μπορείς για παράδειγμα να πεις στον άλλο «γιατί μου φωνάζεις» ή «γιατί βρίζεις» μα το «γιατί δε (μου) μιλάς» ενέχει περισσότερη ενοχή για τον εκφραστή του παρά απαίτηση απόδοσης δικαιοσύνης. Την ίδια στιγμή, για εκείνον που βιώνει τη βουβή αντιμετώπιση του άλλου έχει και τη γεύση της απόρριψης.
Πολλά από τα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν προβλήματα έχουν υπάρξει δέκτες αυτής της τακτικής. Ένας απ’ τους δύο καταφεύγει στη σιωπή κι ο άλλος επιδιώκει τη λογομαχία. Χρησιμοποιώντας αυτό το μοντέλο ο ένας κατηγορεί τον άλλο χωρίς να επιλύεται το θέμα, με την αγανάκτηση και την απογοήτευση να αμβλύνουν το χάσμα. Δεν παίζει κανένα ρόλο το ποιος σιωπά και ποιος ζητάει την προσοχή, η ζημιά που προκαλείται στην σχέση εν τέλει είναι ίδια και για τους δύο.
Σύμφωνα με έρευνες, η «τιμωρία της σιωπής» συχνά συνδέεται με χειριστικούς ανθρώπους κι άτομα που πάσχουν από ναρκισσιστική διαταραχή, όμως δεν είναι κανόνας. Συχνά η λύση του «εξοστρακισμού» χρησιμοποιείται από ανθρώπους που έχουν απογοητευτεί τόσο που δε βρίσκουν νόημα ή δύναμη να συνεχίσουν έναν ατελέσφορο κι αέναο καυγά, από ανθρώπους που φοβούνται τις συγκρούσεις από ανασφάλεια ή λόγω κάποιου (παιδικού) τραύματος ή ακόμα κι από άτομα που δυσκολεύονται να εκφραστούν λεκτικώς κι εκούσια απομονώνονται.
Για να βεβαιωθείς πως δεν έχεις να κάνεις με κάποιον που χρησιμοποιεί τη σιωπή ως μέθοδο για να έχει τον έλεγχο, παρατήρησε πόσο συχνά καταφεύγει στη σιωπή κι αν αυτή έχει διάρκεια. Αν πρόκειται για κάτι επαναλαμβανόμενο που διαρκεί με εσένα να κάνεις πάντα το πρώτο βήμα, τα πράγματα είναι δυσοίωνα. Αν μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα υπάρχει προσέγγιση και διάθεση για επίλυση, ίσως απλά κι ο άλλος να ήθελε λίγο το χρόνο του ή να μειωθούν οι εντάσεις για να αισθανθεί ασφαλής και να εκφραστεί.
Όπως και να’ χει, η τακτική της αποσιώπησης σε μια αντιμαχία πληγώνει περισσότερο απ’ όσο της το αναγνωρίζουμε. Σε μια σχέση κανείς δε θέλει να νιώθει απόκληρος, μόνος, ή μονίμως υπόλογος. Η σιωπή μας υποβάλλει σε ένα άτυπο μαρτύριο γεμάτο (αυτο)αμφισβήτηση, θυμό, ανασφάλεια. Ένα ψυχολογικό κομφούζιο που την μεγαλύτερη ζημιά την κάνουμε εμείς στους εαυτούς μας όσο βασανιζόμαστε να διεκδικήσουμε την προσοχή του άλλου, παλεύοντας ταυτόχρονα να καταλάβουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε.
Η παθητική επιθετικότητα της σιωπής σ’ έναν καβγά μοιάζει με φυλακή για δύο. Τόσο εκείνος που βρίσκεται στην αρρησία όσο κι ο άλλος που τη βιώνει ως «αντίλογο» εγκλωβίζονται σ’ έναν λαβύρινθο δίχως τέλος. Σίγουρα κανείς δε θέλει να καβγαδίζει, όμως, αν η αγάπη αποδεικνύεται με την ένδειξη ενδιαφέροντος τότε καταδικάζεται στην αδιαφορία της σιωπής.
Είναι προτιμότερο να πεις ότι δε θες να συνεχίσεις τον καβγά, πως κουράστηκες, πως θες τον χρόνο σου για να ηρεμήσεις παρά να επιδείξεις αδιαφορία και να αφήσεις τον άλλο να τυραννιέται. Άλλωστε το θεμέλιο μιας σχέσης είναι η επικοινωνία –λεκτική ή μη – και για μια καλή επικοινωνία χρειάζεται ένας δίαυλος. Απαιτείται να υπάρχει ένα τέτοιο κανάλι που η πληροφορία να μπορεί να διοχετεύεται μεταξύ πομπού και δέκτη κι η σιωπή σ’ έναν καβγά είναι εκ των πραγμάτων ατελέσφορη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου