Η πραγματικότητά σου γίνεται κάθε μέρα και χειρότερη. Πάει καιρός που θέλεις λίγο-πολύ να τα αλλάξεις όλα, μα δεν τολμάς. Δε θα τα καταφέρεις, λες. Το προκαταβάλεις σαν να πρόκειται για δεδομένο και σου το επαναλαμβάνεις σε κάθε ευκαιρία. Το λες ξανά και ξανά για να το εμπεδώσεις. Εξάλλου, προτιμάς να είσαι προετοιμασμένος όταν όλα πάνε κατά διαόλου– γιατί μόνο έτσι μπορούν να πάνε και το ξέρεις.

Δεν μπορείς να τα καταφέρεις, είναι δύσκολο, γιατί να παιδεύεσαι λοιπόν; Ας κάνεις ο,τι έκανες τόσο καιρό κι ό,τι βγει. Δε χρειάζεται να καταβάλεις καμία παραπάνω προσπάθεια όταν για σένα είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα πάει στράφι. Δε θα μπεις στον κόπο πραγματικά. Θα το αφήσεις να τσουλήσει έτσι παθητικά κι ό,τι προκύψει.  Κι άμα δε σου βγει, θα πεις πως το ήξερες εκ προοιμίου κι ούτε που θα απογοητευτείς– ή τουλάχιστον έτσι θες να πιστεύεις.

Όλοι μας το ίδιο κάνουμε. Προσγειώνουμε τους εαυτούς μας γρήγορα λες και το να διεκδικείς κάτι καλύτερο ή το να είσαι αισιόδοξος είναι ένας προσωπικός μπαμπούλας. Κάνουμε σκόντο στα όνειρά μας κι οι διεκδικήσεις μας είναι σταθερά σε εκπτωτική περίοδο.

Αλίμονό μας αν τολμήσουμε να προσπαθήσουμε παραπάνω. Αλίμονό μας αν κάνουμε τις φωνές της δικής μας ηττοπάθειας να σωπάσουν. Αλίμονό μας αν τύχει και τις διαψεύσουμε. Καλύτερα να αλυχτούν πως δεν είμαστε αρκετά ικανοί. Καλύτερα να πριονίζουμε μόνοι μας τα φτερά μας. Καλύτερα να ζήσουμε με μετριοπάθεια παρά να φτάσουμε ψηλά κι έπειτα να βιώσουμε την κατρακύλα– γιατί για μας άλλο σενάριο δεν παίζει.

Μα κι αυτή η φωνή δε λέει να καταλαγιάσει. «Δε θα βρεις καλύτερα» σου λέει κι εσύ το πιστεύεις. Ακράδαντα το πιστεύεις και κάθε σου αποτυχία έρχεται να συνηγορήσει. Οι επιτυχίες σου άφαντες. Δε λογίζονται. Δεν έχουν λαλιά ν’ αντιμιλήσουν– ποιος τους έδωσε άλλωστε; Εκεί που πρέπει να φανούν χάνονται στο βάθος. Τις αφήνεις στο σκοτάδι πότε συνειδητά και πότε ασυνείδητα. Μόνο εσύ ξέρεις στ’ αλήθεια γιατί σε σαμποτάρεις τόσο μεθοδικά.

Ίσως τα μπράβο που άκουσες παιδί να μην ήταν αρκετά. Ίσως απλά να μην υπερίσχυσαν με το χρόνο γιατί ρίζωσαν μέσα σου τοξικές παρατηρήσεις άλλων ανθρώπων. Μπορεί οι ίδιοι σου οι φόβοι να πλάθουν τα σενάρια των πιθανών εκβάσεων και να μη χωρά μια στάλα λογική, πόσο μάλλον αισιοδοξία. Μπορεί ακόμα και να σε βολεύει να το προδικάζεις γιατί θαρρείς πως έτσι γλιτώνεις την πίκρα της αποτυχίας. Όμως, χάνεις ταυτόχρονα και τη γλύκα της επιτυχίας. Χάνεις όλο το νόημα της ύπαρξής σου γιατί στο τέλος δεν ξέρω αν θα πεις αυτό το «κοίτα τι κατάφερα!». Δεν ξέρω αν θα νιώσεις χαρά και θαυμασμό σαν γυρίσεις πίσω να δεις τι έκανες ή θα καταλάβεις πόσο αυτοκαταστροφικός υπήρξες και τρομάξεις μ’ αυτό.

Μας σαμποτάρουμε φίλε μου, δεν είσαι ο μόνος. Προκαλούμε μόνοι μας όλη τη δολιοφθορά και ούτε που το καταλαβαίνουμε. Καταντήσαμε να ζούμε την ίδια μας τη ζωή τόσο αδιάφορα σαν να μη μας αφορά καν. Λέμε εκεί ένα «δε βαριέσαι» και τα αφήνουμε στην τύχη. Βρίσκουμε δικαιολογίες και τεχνάσματα για να μην ασχοληθούμε. Βολευόμαστε στην πεπατημένη όσο ζοφερά κι αν έχει εξελιχθεί γιατί οι αλλαγές μάς ταράζουν. Προτιμάμε να έχουμε τον έλεγχο σε κάτι χλιαρό και μέτριο παρά να ρισκάρουμε για κάτι πιο σπουδαίο, για κάτι που ίσως μας έκανε λίγο πιο ευτυχισμένους.

Κοίτα γύρω σου. Συμβιβαζόμαστε σχεδόν καθημερινά. Λέμε δε θα βρούμε καλύτερη δουλειά και μένουμε εκεί που μας ρουφάνε το αίμα. Κρατάμε φίλους ή ερωτικούς συντρόφους που (πια) δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας γιατί φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι. Δεν ξέρω πότε, ούτε και πώς, μα μπολιαστήκαμε με τόση μετριοπάθεια και «ηττολαγνεία» που απαιτεί γερά κότσια κι επιμονή να τα αποκηρύξεις. Απαιτεί μια εσωτερική αναζήτηση που συχνά δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε.

Ξέρεις, θυμήθηκα μια ιστορία από ένα βιβλίο του Μπουκάι που μιλούσε για δυο μικρά παιδάκια που το μεγαλύτερο έσωσε τον αδερφό του που ήταν βρέφος. Το σπίτι τους έπιασε φωτιά, οι γονείς τους έλειπαν και η κοπέλα που τα φύλαγε τα είχε αφήσει λίγο μόνα όσο εκείνα κοιμόντουσαν. Για να σώσει τον μικρό του αδερφό εν μέσω της πυρκαγιάς κατόρθωσε κι έσπασε το τζάμι του παραθύρου, έσκισε τη σήτα, περπάτησε στο περβάζι και κατέβηκε από το δέντρο με τον αδερφό του σε ένα σακίδιο. Αν αναρωτιέσαι πώς τα κατάφερε, ήταν γιατί δεν ήταν κανείς εκεί να του πει πως δεν μπορούσε να τα καταφέρει.

Λοιπόν, μας αξίζουν αυτά τα καλύτερα που ενδόμυχα λαχταράμε. Κι αν ποτέ μας είπε κανείς πως όχι, δεν είναι αναγκαίο να έχει εκείνος δίκιο. Ακόμα κι αν το είπαμε κι εμείς οι ίδιοι στους εαυτούς μας, από φόβο και ανασφάλεια, δε σημαίνει πως είναι θέσφατο. Μάλλον δε σε ξέρω, δεν έχω ιδέα ποιος είσαι και τι έχεις ζήσει, όμως πιστεύω πως μπορείς να κάνεις περισσότερα απ’ όσα θαρρείς. Αρκεί να μην ακούσεις εκείνη τη φωνή που σε θέλει ηττημένο.

 

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου