Είμαι μια ακόμα millennial. Ανήκω στη γενιά της μεγάλης τεχνολογικής εξέλιξης, στη γενιά που ορίζει και ορίζεται από την εποχή της πληροφορίας. Οι γονείς μας και οι παππούδες μας μας θεωρούν προνομιούχους και τυχερούς. Ταυτόχρονα, βέβαια, μας χαρακτηρίζουν  οκνηρούς, βολεμένους. Μας αποκαλούν «επαναστάτες του πληκτρολογίου» μα ταυτόχρονα σαν καλοί νοικοκυραίοι μάς αποτρέπουν να βγούμε στους δρόμους, γιατί «το δικό τους το παιδί δε θα γίνει μπαχαλάκιας».

Λένε για μας τόσα και τόσα κι ίσως να έχουν δίκιο για μερικά απ’ αυτά. Ίσως να περίμεναν περισσότερα από εμάς, όπως κι εμείς από εκείνους. Δεν περιμέναμε να είχαν πάρει λογικότερες αποφάσεις; Να ήταν πιο υποστηρικτικοί; Πιο ανεκτικοί; Λιγότερο απαθείς κι εγωπαθείς και περισσότερο αλληλέγγυοι; Δε θα περίμενε κανείς από την προηγούμενη γενιά να μεταλαμπαδεύσει τη σοφία, τα εφόδια και τα μέσα της; Δε θα μπορούσαμε κι εμείς να τους κρίνουμε για την καμένη γη που παραλάβαμε και τις σάπιες συνειδήσεις που προσπαθούμε να εξυγιάνουμε;

Αυτό το παιχνίδι κατηγοριών και επικρίσεων δεν πάει μόνο απ’ τη μία. Άλλωστε, είναι γνωστό πως κάθε γενιά ασκεί κριτική τόσο στην προηγούμενη όσο και στην επόμενη. Ας μιλήσουμε λίγο για τη δική μας γενιά. Για εμάς που σαν παιδιά πανηγυρίσαμε τη νέα χιλιετία και πιστέψαμε πως μας περιμένει ένα ξεχωριστό μέλλον, ένα αύριο τόσο θεάρεστο κι ευλογημένο που ο χαρακτηρισμός «προνομιούχοι» θα ωχριούσε μπρος στην αγαθή μας τύχη. Αντ’ αυτού οι θεοί γέλασαν στα σχέδιά μας και τα πράγματα άλλαξαν γρήγορα προς το χειρότερο.

Γίναμε η γενιά των κατεστραμμένων ονείρων. Γιατί αλλιώς φανταζόμασταν τις ζωές μας όταν ήμασταν παιδιά κι αλλιώς μας βγήκε. Δεν ξέραμε από οικονομική κρίση -κανείς δεν ήξερε. Δεν ξέραμε από πανδημίες και καραντίνες. Δεν ξέραμε πως ο εργοδότης δε θα περίμενε με ανοιχτές αγκάλες να μας προσλάβει και να μας δώσει έναν μισθό, ώστε να βιοποριστούμε, παρ’ όλο που παλέψαμε τόσα χρόνια στα θρανία. Δε φανταζόμασταν πως θα κληθούμε να δουλέψουμε σαν είλωτες για 500 ευρώ όταν τα ενοίκια φτάνουν τα 4/5 του μισθού μας, κοιτώντας την πολυπόθητη ανεξαρτησία με τα κιάλια.

Ούτε από πολέμους ξέραμε, όμως ακόμα θυμάμαι πόσο εκκωφαντική κι απόκοσμη ήταν η σειρήνα στο Κοσσυφοπέδιο όταν την άκουσα στο δελτίο ειδήσεων που παρακολουθούσε με τρόμο η μαμά. Ακόμα με στοιχειώνουν τα πνιγμένα παιδιά που ξεβράζονται στις ακτές των νησιών μας όσο γυρνάμε το βλέμμα απ’ την άλλη χαζεύοντας το πολυδιαφημισμένο «ελληνικό καλοκαίρι». Όμως εμείς εδώ δεν έχουμε πόλεμο, άρα αυτά δε μας αφορούν, σωστά; Έτσι μας είπαν. Εμείς εδώ είμαστε μια χαρά άσχετα που ο ένας πόλεμος μετά τον άλλο έκανε το Αιγαίο  νεκροταφείο προσφύγων. Κι υποτίθεται πως δε θα έπρεπε να μας νοιάζει γιατί είμαστε «τυχεροί». Έχουμε τις «δουλίτσες» μας, είμαστε (υποτίθεται) «Ευρωπαίοι». Ακόμα όμως δεν έχω καταλάβει πώς γίνεται ένας τόσο προνομιούχος να νιώθει «φυλακισμένος» και  «αδύναμος».

Είμαστε η γενιά που τελικά τα βρήκε μπαστούνια. Που στερήθηκε τη «μεγάλη ζωή» που ονειρεύτηκε, που τη φούσκωσαν με ματαιοδοξία, ναρκισσισμό και εγωπάθεια, που την έκαναν να ανταγωνίζεται τον φίλο, τον γείτονα, τον αδερφό κι έπειτα την κατηγόρησαν που δυσκολεύεται να κοινωνικοποιηθεί.

Μποϊκοτάρουμε εφαρμογές, λέμε τη γνώμη μας ανοιχτά, προστατεύουμε εκείνους που νιώθουμε πως χρειάζονται τη στήριξή μας. Χαμογελάμε στο διαφορετικό, δεχόμαστε το ανοίκειο και στηλιτεύουμε το άδικο. Η αγοραστική μας δύναμη δεν είναι μεγάλη, όμως την ασκούμε τόσο πανομοιότυπα που αναγκάζουμε εταιρείες να ενστερνιστούν, να υποστηρίξουν και να προωθήσουν αυτά που μας εκφράζουν. Είμαστε «επαναστάτες του πληκτρολογίου», ναι. Μα παραμένουμε επαναστάτες κι αυτό από μόνο του επιβάλλει στο είναι μας την ανυπαρξία της τεμπελιάς και του «βολέματος».

Δεν έχω μεγάλη ιδέα για τη γενιά μου, αλλά έχω μεγάλη πίστη σε μας. Κι έτσι για από αντίδραση στο σύνηθες μεταξύ γενεών, έχω ακόμα μεγαλύτερη πίστη στην επόμενη γενιά. Στα παιδιά που σήμερα μεγαλώνουν οι φίλοι μου και που δε θα ανεχθούν όσα εμείς μέχρι χθες καταπίναμε. Δεν είμαστε γενιά «προνομιούχων», δεν είμαστε η γενιά που «δεν της λείπει τίποτα» γιατί ακόμα κι αν έχουμε υλικά, μεγαλώσαμε με πράγματα αντί για αγκαλιές. Μεγαλώσαμε με «μη με κάνεις ρεζίλι στη γειτονιά» αντί για «είμαι περήφανος για σένα». Μεγαλώσαμε όντες εργαλεία για επίδειξη αντί για έργα τέχνης. Κι, όμως, δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα, έτσι;

Ευτυχώς που πήγαν όλα τόσο τραγικά στραβά και ανακαλύψαμε την ομορφιά της φιλίας, της αγκαλιάς, της ανθρωπιάς. Ευτυχώς που μας θεωρήσατε τόσο προνομιούχους που ακόμα και στη χειρότερη στιγμή μας είπαμε «υπάρχουν και χειρότερα» και σταθήκαμε πάλι στα πόδια μας. Ευτυχώς που δεν ήμασταν δα και τόσο «προνομιούχοι».

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.