«Αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι», λένε όλοι με πάθος εξυμνώντας τον ελληνικό ήλιο και τις υπέροχες παραλίες που σε περιμένουν να τις εξερευνήσεις. Εντάξει, άνθρωπος είσαι κι εσύ, γίνεται να μην απολαμβάνεις το «live your myth in Greece» που τόσο διαφημίζεται; Σου αρέσει το αραλίκι με φίλους κάπου παράκτια και γαλήνια, το καρπουζάκι μετά από μερικές βουτιές, η ηλιοθεραπεία σε μια ξαπλώστρα με το βιβλιαράκι σου και γουστάρεις κι ένα θερινό σινεμά με το αμόρε. Άντε όμως να εξηγήσεις στον κόσμο ότι όσο καλά κι αν μοιάζουν όλα αυτά, δεν είναι αρκετά για να «ψοφάς για καλοκαίρι». Άντε να πεις σε κάποιον ότι δε βλέπεις την ώρα να τελειώσει.
«Καλοκαιράκι» σου λένε, στο εξωραΐζουν σαν να σου τάζουν τη γη της επαγγελίας, το περιμένεις κι εσύ όλο τον χρόνο λες και πρόκειται για μάννα εξ ουρανού και τελικά τι παίρνεις; Δέκα –βαριά δεκαπέντε– μέρες άδεια για να πας σε κάποιο νησί να λιάσεις την κορμάρα σου, να βγάλεις όσες περισσότερες φωτογραφίες μπορείς –γιατί έχουμε κι ένα image να διατηρήσουμε–, να πιεις το mojito σου σε κανένα μπαράκι και να φας κάνα σουβλάκι στην αμμουδιά, γιατί αλλιώς δε βγαίνει και το budget των διακοπών. Έπειτα γυρνάς, παίρνει σειρά ο επόμενος και πιθανότατα το «καλοκαιράκι» συνεχίζεται, αλλά όχι για σένα κι έτσι πλέον δεν το βλέπεις και τόσο ιδανικό.
Πώς να το δεις ιδανικό όταν για να αντικρίσει το βλέμμα σου ακτή πρέπει να πήξεις μια ώρα στην κίνηση μέχρι να φτάσεις και για να βρεις ξαπλώστρα πρέπει να κάνεις τάμα; Άσε που και σε ελεύθερη παραλία να πας, πάλι φρίκη τρως. Κουβαλάς σαν το νομά όλα σου τα συμπράγκαλα, κάθεσαι και στήνεις την ομπρέλα και την ψάθα κι όποια άλλη χαζομαρούλα αγόρασες –μιλάω και για το φουσκωτό φλαμίνγκο που βρήκες καλή ιδέα να πάρεις– μόνο και μόνο για να στα πάρει ο αέρας μόλις βουτήξεις και να τρέχεις να βγεις απ’ τη θάλασσα σαν τον David Hasselhoff για να σώσεις είτε τα υπάρχοντά σου είτε τους λουόμενους που κάθονται δίπλα. Τρομερό, δε λέω.
Ελληνικό καλοκαίρι. Οι μισοί σε άδεια κι οι άλλοι μισοί να επωμίζονται τη δουλειά με υπερωρίες, γιατί σχεδόν κάθε αφεντικό πια μοιάζει με τον κύριο Καβούρη από τον Μπομπ Σφουγγαράκι και μας έχει πάντα και μονίμως ολιγάριθμους και στραγγισμένους. Αυτός όμως δεν έχει ανάγκη, θα πάρει την αδειούλα του να πάει στο εξοχικό του. Μπορεί να σου γκρινιάξει κιόλας λίγο με την επιστροφή του γιατί φέτος είχε πολλά κουνούπια εκεί που πήγε και συ –υπολογίζοντας σε νανοσεκόντ τα ποσοστά ανεργίας– να γνέψεις καταφατικά με μια ενδόμυχη και σαδιστική ίσως χαρά που τα κουνούπια δεν κοιτούν το Ε9 πριν σου πιουν το αίμα.
Λοιπόν, δε βλέπω την ώρα να τελειώσει το καλοκαίρι. Ορίστε, το πα. Δε βλέπω την ώρα να σταματήσω να ιδρώνω σαν το γουρούνι πηγαίνοντας μέχρι το περίπτερο, να σταματήσω να πηδάω στις καρέκλες σαν μου κάνουν αστειάκι για διερχόμενη κατσαρίδα, να σταματήσω να ανάβω το air condition –μπας και γλιτώσω και το νεφρό μου απ’ τη ΔΕΗ– και να σταματήσω να παίρνω μυρωδιά την προδοσία του αποσμητικού στους άλλους. Δε βλέπω την ώρα να τελειώσει το καλοκαίρι γιατί μπούχτισα από δαύτο.
Με κούρασαν τα τζιτζίκια νύχτα-μέρα, με κούρασαν οι καύσωνες και η θερινή μονοτονία. Οι άπειρες επαναλήψεις στην τηλεόραση, οι αϋπνίες που έρχονται με τη δυσφορία της ζέστης. Βαρέθηκα να σιχαίνομαι το πετσί μου και τα χάδια κι οι αγκαλιές να απαιτούν τη λειτουργία του κλιματιστικού σε θερμοκρασία Σιβηρίας. Βαρέθηκα να μυρίζω σιτρονέλα και να λούζομαι με autan. Βαρέθηκα τη μέρα που δε λέει να τελειώσει και ξεκινά τόσο νωρίς. Βαρέθηκα το καλοκαίρι γιατί νιώθω πως κρατάει πολύ –έστω πολύ περισσότερο απ΄ όσο θέλω.
Δεν είναι άσχημο το καλοκαίρι, αλλά είναι βαρετό. Έχει μια μονοτονία που μου σπάει το ηθικό. Ίσως αν περνούσα όλους του τους μήνες από νησί σε νησί να είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον όμως για λίγες μέρες ανάπαυλας νιώθω σαν θύμα εμπορικής συναλλαγής προγραμματισμένης να ξεγελά. Σαν να μου υποσχέθηκε κάποιος το όνειρο και να βρήκα μια δυστοπία. Ίσως να υπερβάλω, ίσως απλώς να είμαι παιδί του φθινοπώρου κι ερωτευμένη με τον χειμώνα. Σε κάθε περίπτωση, χαίρομαι που κάποια στιγμή το καλοκαίρι τελειώνει.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.