Κάτι έχει αρχίσει να στραβώνει, το νιώθεις. Κάτι δεν είναι όπως στις αρχές. Το ψυχανεμίζεσαι πως έρχεται το τέλος κι αναρωτιέσαι αν αξίζει να κάνεις τα στραβά μάτια, αν μπορείς να το φτιάξεις ή αν πρέπει να ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις. Ναι, μάλλον αυτό σκέφτεσαι να κάνεις. Χίλιες φορές να ‘σαι εκείνος που κλείνει την πόρτα πίσω του παρά αυτός που μένει.
Γιατί αυτός που μένει έχει πολλά «γιατί» να απαντήσει, έχει το σοκ τους τέλους και της απόρριψης να διαχειριστεί, έχει περισσότερα να σκεφτεί από εκείνον που απλά φεύγει. Το σκέφτεσαι ξανά. Καλύτερα να φύγεις πρώτος παρά να σε αφήσουν. Τι κι αν ο άλλος δεν είχε τέτοια πρόθεση; Δεν το ξέρεις, δε θα το μάθεις. Αρκεί που φεύγεις πρώτος.
Αυτό κάνουμε οι περισσότεροι -αν όχι όλοι. Από φόβο μη μείνουμε πίσω, από φόβο μην τυχόν και προλάβουν να μας αφήσουν οι άλλοι, βιαζόμαστε να βγούμε από μια σχέση, λες κι ο πρώτος που φεύγει είναι ο νικητής. Λες κι υπάρχουν νικητές και χαμένοι σε μια σχέση που λήγει άδοξα κι ίσως νωρίς. Δεν αντέχουμε να ακούσουμε απ’ τον άλλο πως δεν τραβάει. Να μας πει εκείνος πως (του) τέλειωσε. Δεν αντέχουμε την απόρριψη, μα τη σερβίρουμε δίχως δεύτερες σκέψεις και μάλιστα με συνοπτικές διαδικασίες. Κάναμε τις σχέσεις αγώνες δρόμου. Ποιος θα τερματίσει πρώτος; Αυτό μας νοιάζει. Πρώτος, ναι· αλλά μόνος.
Κάτι πήγε στραβά μ’ εμάς. Στο μάθημα του χωρισμού δεν προσέξαμε κάτι βασικό. Δε μάθαμε –ή δε θελήσαμε να μάθουμε– ότι οι σχέσεις κάποια στιγμή τελειώνουν. Το τέλος πονάει. Έτσι γίνεται και δεν αλλάζει. Με το να φεύγουμε εμείς πρώτοι δεν πονάει λιγότερο, διευκολύνουμε απλώς τους εαυτούς μας στο να μας πούμε ψέματα. Θα πούμε ότι δήθεν έτσι έπρεπε να γίνει, πως αυτό ήταν το σωστό. Θα ταΐσουμε λίγο τον εγωισμό μας προσφέροντας σε κάποιον άλλο την απόρριψη που φοβηθήκαμε ότι προοριζόταν για μας κι εκεί που υπήρχαν συναισθήματα θα αφήσουμε να κάτσει το παραφουσκωμένο μας «εγώ». Θα υποκριθούμε πως είμαστε καλά, πως ήταν όντως απόφασή μας, μα βαθιά μέσα μας θα μας τρώει η απορία τι θα γινόταν αν μέναμε.
Καμιά φορά δεν το κάνουμε καν συνειδητά. Δεν καταλαβαίνουμε πως γινόμαστε αυτό που φοβόμαστε -εκείνος, δηλαδή, που φεύγει. Κάποια απόρριψη –ακόμα κι αν δεν ήταν δική μας αλλά του γονιού ή του αδερφού μας– μας στοίχισε τόσο που μας άφησε πληγή και κατάλοιπα. Μας έκανε να φεύγουμε γιατί είναι το πιο εύκολο. Ίσως όχι αμέσως, αλλά σιγά-σιγά. Μας έκανε να λειτουργούμε σαν τα αερόστατα. Να πετάμε τα συναισθήματα σαν βάρη που μας κρατούν προσγειωμένους κι έπειτα να λύνουμε τα σχοινιά ή να εξωθούμε τους άλλους να τα λύσουν για μας. Να γλυτώσουμε ακόμα μια ενοχή -αυτή που φέρνει το «αντίο».
Φεύγουμε πρώτοι γιατί ακόμα κι αν δε μας αρέσει, είμαστε φυγόπονοι. Δε θέλουμε να βιώσουμε (πάλι) την απόρριψη, δε θέλουμε να νιώσουμε τον πόνο του χωρισμού -τουλάχιστον όχι αν δεν μπορούμε να τον αντισταθμίσουμε με λίγη ακόμα ματαιοδοξία ή εγωισμό. Φεύγουμε πρώτοι γιατί νομίζουμε πως θα ‘ναι πιο εύκολο να πάμε παρακάτω, μα όσο παρακάτω και να πάμε, το βλέμμα μας θα ‘ναι στραμμένο πίσω λοξοκοιτάζοντας ένα «αν». Αδυνατούμε να αντιληφθούμε πως όσες φορές κι αν φύγουμε από φόβο μη μας αφήσουν, τόσες φορές είμαστε χαμένοι. Μας νικάει ο ίδιος μας ο φόβος και χάνουμε την ουσία, το βαθύτερο νόημα μιας σχέσης. Χάνουμε το στόχο που είναι η από κοινού πορεία και τρέχουμε για έναν τερματισμό δίχως μετάλλια και δάφνες.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Αν δεν πονούσε η απόρριψη, θα την σέρβιραν στα καλύτερα εστιατόρια αντί για γλυκό. Πονάει όμως, γι’ αυτό ανακαλύπτουμε ευφάνταστους τρόπους να την αποφύγουμε. Δε δενόμαστε, αποδεσμευόμαστε νωρίς, φεύγουμε πρώτοι. Όμως, αν δεν είχαμε το φόβο της απόρριψης να επισκιάζει κάθε επιλογή μας, πες μου, πόσα πράγματα θα είχαμε κάνει αλλιώς τελικά; Κι αν δεν αφήναμε το φόβο να μας καθοδηγεί, αν μέναμε να δούμε τη συνέχεια;
Μπορεί έτσι να βλέπαμε ένα άλλο τέλος και να παίρναμε κι ένα σημαντικό μάθημα. Μπορεί και να ξεπερνούσαμε πανηγυρικά ένα εμπόδιο και να πηγαίναμε παρακάτω. Όταν εγκαταλείπουμε από νωρίς, φοβούμενοι το τέλος, αποκλείουμε να εκτεθούμε σε μια μορφή πόνου που δεν είναι βέβαιο ότι θα συμβεί, αλλά ταυτόχρονα κλείνουμε την πόρτα και σε μια άλλη πιθανότητα, τη θετική.
Μην αδικείς τον εαυτό σου προδικάζοντας καταστάσεις. Αν είναι να φύγεις, φύγε γιατί έχεις λόγους να μη μείνεις άλλο κι όχι γιατί φοβήθηκες να μη σ’ αφήσουν. Φύγε αν δε νιώθεις το ίδιο, αν βαρέθηκες, αν δε σε καλύπτει. Φύγε γιατί τελικά δε σου ταιριάζει. Μα αν σκέφτεσαι να φύγεις γιατί σε φοβίζει το πόσο θα πονούσες αν σ’ άφηναν, μείνε. Μόνο έτσι θα νικήσεις το φόβο σου. Μόνο έτσι αξίζει να ζεις· παίρνοντας ρίσκο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη