Όλοι έχουμε ακούσει κάποιον να χρησιμοποιεί για μια γυναίκα (συνήθως) ταπεινωτικά επίθετα με αφορμή τη σεξουαλικότητά της ή το ντύσιμό της. Αυτή πρακτική όπου το άτομο –κυρίως γυναίκες και κορίτσια– ταπεινώνεται γιατί θεωρείται πως παραβιάζει τις προσδοκίες συμπεριφοράς και εμφάνισης σε θέματα που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα λέγεται “slut shaming”, και ειλικρινά, ήρθε η στιγμή αυτή η πρακτική να παύσει.
Δε θα σας πω ψέματα, υπήρξε μια περίοδος στη ζωή μου που το έκανα κι εγώ με έναν πιο «υπόγειο» τρόπο γιατί μου πήρε κάμποσο χρόνο να αποβάλλω τον εσωτερικευμένο μου μισογυνισμό και χρειαζόμουν πολλή δουλειά με τον εαυτό μου για να αναγνωρίσω τα σημάδια. Έχω πει σε φίλη μου ότι αν θέλει να τη δουν «για σχέση», τότε πρέπει να ντύνεται «για σχέση» και είναι ένα από τα πράγματα που πάντα θα μετανιώνω. Δε χρειαζόταν να αλλάξει κάτι στο ντύσιμο ή στη συμπεριφορά της για να τη δουν οι άλλοι ως «υλικό για σχέση» και κυρίως δε χρειαζόταν εμένα να της πω έμμεσα αυτό που της έλεγαν κι οι υπόλοιποι κατάμουτρα ή πίσω από την πλάτη της.
Προς υπεράσπισή μου, στα early 20’s μου δεν είχα ιδέα για το πόσο επηρεάζει αυτή η κριτική την ψυχολογία μιας γυναίκας, για το πόσο την περιθωριοποιεί κοινωνικά και την αποξενώνει από την ίδια της την ατομικότητα. Δεν είχα επίγνωση ότι ακούσια πολλές φορές ακολουθούσα κι εγώ η ίδια ένα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφοράς ώστε να ενσαρκώνω «την ιδανική γυναίκα» όπως αυτήν τη φαντάζεται ένας άντρας. Φερόμουν -βλακωδέστατα– σαν να ήμουν η «ξεχωριστή» κι οι άλλες «η μάζα», ενώ στην πραγματικότητα εγώ είχα ενστερνιστεί πρώτη τη σαπίλα του καθωσπρεπισμού και της πατριαρχίας και τη μετέφερα σε κάθε μου βήμα.
Κράξτε με ελεύθερα, λοιπόν, ήμουν ηλίθια, μα δεν είμαι πια. Έμαθα πως δεν έχει σημασία τι φοράμε αλλά ποιοι είμαστε. Έμαθα πως ένα κοντό φόρεμα δε σημαίνει πως μια γυναίκα ψάχνεται, πως προκαλεί κάποιον να την επιλέξει ή πως είναι «εύκολη». Έμαθα πως κανένας δεν μπορεί να μας κρίνει για τις επιλογές που κάνουμε γιατί δεν του πέφτει λόγος. Έμαθα πως το ότι επιλέγει κάποια να βρεθεί ερωτικά μια δυο ή χίλιες βραδιές με κάποιον δεν τη μειώνει ως προσωπικότητα, ούτε αναιρεί τα επιτεύγματά της. Κι αν μέχρι σήμερα νομίζατε το αντίθετο, πολύ πολύ κακώς. Χωρίς «ναι, μεν αλλά». Σ’ αυτό δεν υπάρχει περιθώριο.
Δεν είναι και τόσο έκδηλο αλλά εμμέσως πλην σαφώς κάνουμε slut shaming όταν γυρεύουμε ευθύνες από τη γυναίκα της οποίας οι φωτογραφίες διέρρευσαν στο διαδίκτυο, από τη γυναίκα που έπεσε θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης. Κάνουμε slut shaming όταν κουτσομπολεύουμε και χλευάζουμε τις πρακτικές και προτιμήσεις κάποιου γιατί μας φαίνονται «περίεργες». Κάνουμε slut shaming όταν υποθέτουμε ότι μια γυναίκα ντύνεται για να «εντυπωσιάσει» μα το χειρότερο slut shaming που κάνουμε και μάλιστα με περισσή ευκολία είναι όταν δεν υποστηρίζουμε τα άτομα που ταπεινώνονται μα αντ’ αυτού σωπαίνουμε.
Θα κατηγορήσω για ακόμα μια φορά την πατριαρχία αλλά δυστυχώς είναι γεγονός πως θα βρεθούν αρκετοί να σε κακοχαρακτηρίσουν, να σε κρίνουν και να σε ταπεινώσουν λεκτικώς για τη σεξουαλικότητά σου. Το πιο τραγικό όμως είναι πως θα βρεθούν και αρκετές γυναίκες. Κι είναι τραγικό γιατί εκεί που θα περίμενε κανείς αλληλεγγύη υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός λες κι είμαστε ακόμα άνθρωποι των σπηλαίων και διεκδικούμε όλες το δυνατό αρσενικό που θα μας εξασφαλίσει και το καλύτερο θήραμα.
Μια έρευνα του 2002 από το Review of General Psychology κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάπου βαθιά στη συνείδησή μας έχει φωλιάσει η αντίληψη ότι το σεξ για τους άντρες είναι πολυπόθητο, άρα για να κρατήσεις το «πάνω χέρι» στη διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο φύλων πρέπει η πρόσβασή τους σε αυτό να είναι περιορισμένη. Έτσι, οι γυναίκες που το προσφέρουν πιο «εύκολα» να το πούμε λαϊκά, «χαλάνε την πιάτσα» άρα προκαλούν τον χλευασμό των υπολοίπων γυναικών. Αυτό εξηγεί τον έντονο ανταγωνισμό μας και την επιθετική στάση μας ακόμα κι όταν δε συμβαίνει εντελώς συνειδητά, αλλά δε δικαιολογεί επ’ ουδενί τις πράξεις μας.
Ο αντίκτυπος του slut shaming στην ψυχολογία των γυναικών είναι αποδεδειγμένα πολύ πιο σπουδαίος απ’ ό, τι νομίζουμε. Πολλά κορίτσια αντιμετωπίζουν προβλήματα διαστρεβλωμένης αντίληψης του σώματός τους, κατάθλιψη, αγχώδη διαταραχή, ενώ συχνά μειώνεται τόσο η αυτοεκτίμησή τους που αποκτούν από διατροφικές διαταραχές μέχρι και τάσεις αυτοχειρίας, λόγω της λογικής αυτής που επικρατεί. Πολλές φορές απομονώνονται, αποφεύγουν την οικειότητα στις σχέσεις, νιώθουν φόβο, μεγάλη ανασφάλεια κι αδυνατούν να εμπιστευτούν τους άλλους.
Κι όλα αυτά γιατί κάποιοι δε διαλέξαμε σωστά τις λέξεις μας. Γιατί μας ήταν εύκολο να επικρίνουμε, να χλευάσουμε, να διαπομπεύσουμε. Αντί να ντρεπόμαστε εμείς που σταθήκαμε τόσο στενόμυαλοι κι αδιάλλακτοι, ντροπιάζουμε τους άλλους. Ντροπιάζουμε αυτούς που κάνουν αυτό που θέλουν, που δεν καταπιέζουν τη σεξουαλικότητά τους λες κι έχει κάτι το επαίσχυντο. Κι αυτό μέχρι πότε, μου λες; Μέχρι πότε θα συνεχίζουμε να προκαλούμε πόνο στους γύρω μας γιατί δεν ντύνονται «όπως εμείς» ή γιατί δε ζουν τη ζωή τους όπως εμείς; Αρκετά, δε νομίζεις;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου