Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ πάντα την έβρισκα με ένα καλό δράμα. Υπήρχε κάτι τρομερά ελκυστικό στις τραγικές ιστορίες, στα κινηματογραφικά αλλά και θεατρικά έργα που προσέφεραν απλόχερα συγκίνηση, πόνο, σπαραγμό και φυσικά ένα κλάμα καθαρτικό και λυτρωτικό. Για μένα, αυτές οι ιστορίες είχαν κάτι πολύ ρεαλιστικό, κάτι πολύ ανθρώπινο που με έκανε να συνδέομαι συναισθηματικά με τους ήρωες και να απολαμβάνω κάθε λεπτό της προβολής ή της παράστασης. Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι έχω πετύχει τον εαυτό μου να κλαίει και με κωμωδίες αν υπάρχει έστω κι ένα λεπτό συγκινησιακής φόρτισης -είμαι της υπερβολής, να με συμπαθάτε- όμως δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που απολαμβάνουν ένα δραματικό έργο και που επιδιώκουν να το δουν για τους ίδιους λόγους.
Ίσως να φαίνεται παράλογο σε κάποιους που αρκετοί από εμάς απολαμβάνουμε ένα δράμα κι ο λόγος είναι ότι η «ευχαρίστηση» που λαμβάνει κανείς από μια τραγωδία δεν είναι τόσο προφανής σε σχέση με εκείνη της κωμωδίας. Σε μια κωμωδία θα γελάσεις, η διάθεσή σου θα βελτιωθεί άμεσα και έκδηλα κι έτσι γίνεται ορατό εκ πρώτης το γιατί να επιλέξεις μια τέτοια ταινία. Σε ένα δράμα από την άλλη, θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Θα πονέσεις, θα κλάψεις, θα βιώσεις μια σειρά από δύσκολα κι αρνητικά συναισθήματα ανάλογα σε ένταση με τη σύνδεση που θα νιώσεις με τον ήρωα αλλά και την προσωπική σου δυνατότητα συμπόνιας κι ενσυναίσθησης. Αν το βλέπαμε όλοι τόσο αποστειρωμένα τύπου «αφού είναι αρνητικό το συναίσθημα ας το παραλείψω» φαντάζομαι δε θα μιλούσαμε καν γι’ αυτό το είδος, όμως έτσι παραβλέπουμε ένα στοιχείο μείζονος σημασίας: την αριστοτελική «κάθαρση».
Για τον Αριστοτέλη, μια τραγωδία «διεγείρει στην ψυχή των θεατών τον έλεο και το φόβο, κάνει το θεατή να συμπάσχει και στο τέλος φέρνει την κάθαρση». Με απλά λόγια, μέσα από ένα δραματικό έργο καταφέρνουμε να «αποτοξινωθούμε» ψυχικά από όλα εκείνα τα υπερβολικά και αρνητικά συναισθήματα που μας βαραίνουν και να τα μετουσιώσουμε σε αισθήματα ανακούφισης και ευφορίας. Ταυτόχρονα, μια άλλη θεωρία βασισμένη στη θέση του Αριστοτέλη στα Ποιητικά όπως την αποδίδει ο Παπανούτσος, θέλει το δράμα να «αποκαθιστά την εσωτερική αρμονία του κόσμου της ψυχής». Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι ένα καλό δράμα είναι και ενός είδους ψυχοθεραπεία που καταφέρνει ακόμα και εν αγνοία μας να οδηγήσει στην ψυχική ενδυνάμωση κι αυτό είναι ένας εξαιρετικός λόγος που -ακόμα κι υποσυνείδητα- επιλέγουμε αυτό το είδος.
Σ’ αυτό προσυπογράφει και μια πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης η οποία καταλήγει ότι η θέαση ενός δραματικού έργου ενισχύει τα συναισθήματα ομαδικής σύνδεσης και την αντοχή στον πόνο καθώς αυξάνει τα επίπεδα των «παυσίπονων» και «ευχάριστων» χημικών ουσιών του εγκεφάλου μας όπως είναι οι ενδορφίνες. Μπορεί κατά τη διάρκεια του έργου και αμέσως μετά να νιώθουμε ευάλωτοι, θλιμμένοι ή πως πονάμε, όμως μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα η συναισθηματική μας κατάσταση βελτιώνεται τόσο που βρίσκεται σε πιο υψηλά επίπεδα απ’ ότι πριν την παρακολούθηση της ταινίας.
Μπορεί στα μάτια κάποιου να μοιάζει με ένα κάπως μαζοχιστικό φετίχ, όμως σύμφωνα με τον Αμερικάνο ψυχοθεραπευτή Jonathan Alpert η δημοφιλία των δραματικών ταινιών έγκειται στο γεγονός ότι μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με αρνητικά συναισθήματα, όπως π.χ. η απώλεια, από την άνεση του καναπέ μας και να αποκτήσουμε εμπειρία μέσα από την πλοκή και το θέαμα για να τα ξεπεράσουμε. Μάλιστα, μια κάπως πιο σύγχρονη προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία προτείνει στον θεραπευόμενο την παρακολούθηση δραματικών ταινιών σχετικών με την κατάσταση που βιώνει ώστε να εμπνευστεί αλλά και να αντιμετωπίσει τα αρνητικά του συναισθήματα.
Η γοητεία ενός δραματικού έργου θα λέγαμε ότι κρύβεται στη δύναμη του κλάματος, μιας και μαζί με αυτό έρχεται και ένα είδος εξαγνισμού, όμως δε μένει μόνο εκεί. Ένα έργο έχει επίσης την ικανότητα να σε διδάξει, να σε εμπνεύσει, να σε ευαισθητοποιήσει, να διευρύνει τους ορίζοντές σου και να σου δώσει και μια φανταστική διέξοδο όταν τη χρειάζεσαι. Την ίδια στιγμή μια δραματική ιστορία συχνά σε κάνει να νιώθεις καλύτερα για τα δικά σου βιώματα, για τη δική σου ποιότητα ζωής. Μέσω της σύγκρισης καμιά φορά χωρίς να το καταλαβαίνεις νιώθεις ευγνωμοσύνη για όλα όσα έχεις καταφέρει σαν να πρόκειται για μια μικρή ένεση αυτοαποδοχής.
Ίσως να δεχθήκαμε κάποια στιγμή μερικά σκωπτικά σχόλια για αυτές μας τις επιλογές όμως η αλήθεια είναι πως επιλέγουμε τις δραματικές ταινίες γιατί καταφέρνουν να μας συναρπάζουν κι αυτό δε μας κάνει αδύναμους, τουναντίον. Τις επιλέγουμε γιατί είμαστε αρκετά δυνατοί για να βιώσουμε τον πόνο και να τον ξεπεράσουμε, γιατί είμαστε άνθρωποι με αυξημένη ενσυναίσθηση ώστε να μπορούμε να συνδεθούμε με το θυμικό του παθών χαρακτήρα και να συγκινηθούμε, γιατί το δράμα έχει μια φυσική κι ακατέργαστη γοητεία που στοχεύει κατ’ ευθείαν στην ψυχή μας κι είμαστε αρκετά «ανοιχτοί» σαν προσωπικότητες για να το αφήσουμε να μας αγγίξει. Αναμφίβολα, το δράμα έχει μια εθιστική γοητεία στην οποία δεν μπορείς να αντισταθείς αλλά, όπως και σε κάθε είδος τέχνης, η ομορφιά του βρίσκεται στα μάτια του παρατηρητή.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη