Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η φωνή σου, μα δεν είναι για καλό. Δεν ακούω σε επανάληψη κάποιο γλυκόλογο ή κομπλιμέντο. Ακούω εκείνη την ψευτιά σου με το χρυσό περιτύλιγμα και το φτηνό περιεχόμενο. Ακούω εκείνο το «μ’ αρέσει όπως είμαστε» που σημαίνει «δε σε θέλω για κάτι παραπάνω».
Με μια κουβέντα με έριξες σε ένα τρυπάκι ανασφάλειας κι αυτοπεριφρόνησης. Το έπιασα το νόημα πίσω από τις λέξεις, μη σκας, δε χρειάζεται να μου το κάνεις λιανά. Καταλαβαίνω πως δεν προτίθεσαι να μου προσφέρεις κάτι ακόμα. Κι όμως, στέκομαι εδώ κι αφήνω να με βασανίζει το «γιατί» που δεν τολμώ να ξεστομίσω. Το αφήνω να μου τριβελίζει το μυαλό, λίγο γιατί φοβάμαι μη σου φανώ αφελής και λίγο γιατί φοβάμαι να δείξω πως θέλω κάτι παραπάνω, όταν εσύ ξεκάθαρα δείχνεις το αντίθετο. Πόσο γελοίοι καταντήσαμε, γαμώ την ενηλικίωσή μας;
Σαν έφηβοι λέγαμε κι ένα «σε γουστάρω», ένα «σε θέλω» κι απαντούσαμε ανοιχτά συναινώντας στην καψούρα και τον έρωτα ή ρίχνοντας μια χυλόπιτα, έτσι, σκληρά μεν, μπέσα και τίμια δε. Τώρα σαπίλα. Κρυβόμαστε πίσω απ’ το ίδιο μας το δάχτυλο. Κρυβόμαστε πίσω από όμορφες λέξεις, φτηνές αβρότητες και μάταιες τυπικότητες και χάνουμε την ουσία. Χάνουμε την αλήθεια μας, το αίσθημά μας. Λες και ξεχάσαμε να γουστάρουμε τόσο, που να σαστίζει το μυαλό και να μιλάει το θυμικό μας. Λες και πια δεν καψουρευόμαστε, γίναμε όλοι φλώροι. Ρεζίληδες και στην κάβλα.
Χίλιες φορές να έλεγες «σε θέλω για ένα βράδυ». Χίλιες φορές να έλεγες πως δε νιώθεις κάτι παραπάνω. Χίλιες φορές να έτρωγα ένα χαστούκι της στιγμής, παρά να με ποτίζεις αυτό το γλυκό δηλητήριο με τις ωραίες λέξεις. Προτιμώ ένα μεγάλο τίποτα από το «περίπου» που μου πουλάς τόσο ευπροσήγορα. Κράτα το. Δεν το θέλω.
Γιατί να ζήσω με το «περίπου» όταν ποθώ το απόλυτο; Το σπουδαίο; Το συναρπαστικό; Γιατί να συμβιβαστώ με όσα προαιρείσαι να μου προσφέρεις; Γιατί με κάνεις να σκέφτομαι πως, ίσως, να μη μου αξίζει κάτι παραπάνω; Κάτι περισσότερο; Κάτι ολόκληρο; Γιατί σε αφήνω να μου το κάνεις αυτό, αλήθεια;
Μα, γιατί εγώ σε γουστάρω. Χωρίς ντεμί ή μεσοβέζικα τεχνάσματα. Εγώ γουστάρω φουλ. Κι αυτό, άθελά μου, σου δίνει μια δύναμη πάνω μου ακόμα κι εν αγνοία σου. Είναι που δεν έχω θερμοστάτη να ρυθμίζεται στο «περίπου». Αυτή μοιάζει να είναι η ειδικότητά σου. «Περίπου σχέση» μου το είπες. Φίλοι με προνόμια γι’ άλλους ή fuck buddies. Ξέρεις, δώσαμε τόσα ονόματα σ’ αυτό που ξεχάσαμε πως στην πραγματικότητα είναι μια ζωή στο stand by κάποιου. Ξεχάσαμε πως πρόκειται για μια εκλεπτυσμένη αποτύπωση του να είναι κάποιος, η καβάτζα κάποιου άλλου.
Μα εγώ δεν ονειρεύτηκα να είμαι στην αναμονή σου. Φαντάστηκα πως θα νιώθαμε τα ίδια κι εκεί γελάστηκα. Το ήθελα αμφίδρομο και ισόποσο, μα έκανα λάθος. Στα λόγια σου δε διάβασα μόνο μια απόρριψη αλλά και μια απογοήτευση για τον ίδιο μου τον εαυτό που δεν το κατάλαβε νωρίτερα. Όλα εκείνα που ήθελα να πεις, όλα εκείνα που διψούσα να κάνεις, έλαμπαν δια της απουσίας τους κι όμως, φορούσα παρωπίδες.
Και τώρα, είμαι εδώ, μπροστά σου, ελάχιστα δευτερόλεπτα μακριά από τη φράση σου, μα εκατομμύρια σκέψεις πιο κοντά στην αλήθεια. Αναρωτιέμαι, αν αξίζει μια τελευταία πράξη ανωτερότητας, αν έχει νόημα ένα ακόμα ψέμα ότι είμαι εντάξει. Ότι δε με πειράζει. Ότι μου αρκεί ενώ ξέρω –και ξέρεις– πως δε φτάνει. Δε φτάνει όσο δίνεις για να είμαι καλά, απέχει πολύ απ’ αυτό που ορίζω ως ευτυχία μα δεν μπορείς να αναγκάσεις κανένα να σ’ αγαπήσει ή να σου δώσει όσα εσύ λαχταράς. Σε μια τελική, μπορεί να μην είμαι κι εγώ το δικό σου ζητούμενο, γιατί, λοιπόν, να σκορπίζεσαι; Μα πιότερο, γιατί να σκορπίζομαι κι εγώ για μια στάλα απ’ το «περίπου» σου;
Ξέρεις κάτι; Δε γουστάρω άλλο το «περίπου» σου, ούτε κι εσένα. Κράτα το κι αν γίνει αρκετό ή πολύ δώσ’ το κάπου αλλού, να πιάσει τόπο. Από «περίπου» χορτάσαμε, είναι παντού γύρω μας, άλλωστε. Ποιος να θέλει πια κάτι τόσο κοινότυπο κι ανιαρό; Έχεις έρωτα δίχως λογική; Έχεις καψούρα στο τέρμα και συναίσθημα στο φουλ; Αν ναι, το συζητάμε. Αν όχι, κράτα το «περίπου» σου. Εμένα δε μου κάνει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου