Συχνά λέμε πως δείγμα της οικειότητας του συναισθήματος είναι το να μη χρειάζεται να μιλάς με τον άλλον αλλά να νιώθεις ακόμη κοντά του άνετα. Το λέμε εμείς οι ίδιοι που έχουμε μάθει να φοβόμαστε τις σιωπές και να τις ερμηνεύουμε ως κάτι δυσοίωνο. Είναι οξύμωρο αν το σκεφτείς. Μιλάμε για βολικές σιωπές την ώρα που οι σιωπές μας αγχώνουν και μας φοβίζουν. Πόσες αντιφάσεις σ’ ένα μόνο είδος!
Η έλλειψη διαλόγου αφήνει περιθώρια πρώτα σε εμάς να υπεραναλύσουμε τα δεδομένα και να φανταστούμε σενάρια -πιθανότατα μάλιστα τα χειρότερα του είδους– αλλά και στους άλλους να αισθανθούν ανία, πλήξη ή ανεπάρκεια στην επικοινωνία και συναισθηματική αποσύνδεση. Κάπου στην εξέλιξή μας η σιωπή δαιμονοποιήθηκε και ντύθηκε με τα ρούχα της τιμωρίας. Τα σιωπηλά ζευγάρια έγιναν η κατάληξη που απευχόμαστε κι αυτό γιατί παραβλέψαμε πόσο αναγκαία είναι η σιωπή ώστε να ανακτήσει κανείς τις δυνάμεις του και να θωρακιστεί ψυχικά απέναντι στην καθημερινή τριβή και να μπορέσει να συνεχίσει να έρχεται σε επαφή με άλλους ανθρώπους, να κοινωνικοποιείται και να εξελίσσεται.
Ωριμάζοντας συναισθηματικά ανακαλύπτουμε την άλλη όψη της σιωπής –κατ’ εμέ την πρωτεύουσα και πιο ειλικρινή. Αρχίζουμε να απολαμβάνουμε την ηρεμία και τη χαλάρωση που μας προσφέρει η έλλειψη φραστικής επαφής και η σιωπή σύντομα εκδύεται του ζοφερού μανδύα και στέκει περήφανα γυμνή προσφέροντας μια πολυπόθητη εγκαρτέρηση και μεγαθυμία. Η σιωπή μπορεί να είναι μια πηγή οικειότητας, ζεστασιάς, θαλπωρής, αποδοχής χωρίς προαπαιτούμενα ή ειδικούς όρους κι αυτή είναι αξιωματικά η ομορφιά της αλλά και ο λόγος που τόσο πολύ μας εξιτάρει να συμβιώνουμε τη «σιωπή της οικειότητας» με ανθρώπους που θεωρούμε «δικούς μας».
Όπως τα πιο ωραία «σ’ αγαπώ» είναι εκείνα που κρύφτηκαν σε φράσεις τύπου «έχεις φάει;» ή «νερό να πιεις» έτσι η μεγαλύτερη δεκτικότητα κρύβεται στη σιωπή της οικειότητας. Εκεί που είναι αυτονόητο πως ο άλλος σε καταλαβαίνει, πως σε δέχεται όπως είσαι, πως δε χρειάζεται να αποδείξεις κάτι ή να δώσεις εξηγήσεις. Στη σιωπή της οικειότητας η μη λεκτική επικοινωνία φωνάζει «σ’ αγαπώ», αγκαλιάζει όλη σου την ύπαρξη χωρίς φανφάρες, χωρίς υπερβολές. Ήρεμα, στοργικά και τρυφερά.
Φυσικά το να επιτύχει κάποιος αυτόν τον βαθμό της οικειότητας όπου και στη σιωπή να υπάρχει συναισθηματική ένωση απαλλαγμένη από καχυποψία, ανασφάλεια και φόβους, δεν είναι πάντα τόσο εύκολο. Σίγουρα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους συνδεόμαστε κάπως «καρμικά» και αισθανόμαστε άνετα από τα πρώτα λεπτά της γνωριμίας μας μα το πιο σύνηθες είναι αυτή η οικειότητα να χτίζεται στην πάροδο του χρόνου. Συχνά προϋποθέτει την πρότερη γλωσσική επικοινωνία, την ειλικρίνεια, την εμπιστοσύνη, την ανταλλαγή απόψεων και θέσεων για τη ζωή και τον κόσμο και την αποδοχή εμπράκτως αλλά και λεκτικώς. Χρειάζεται να καταστεί σαφές πως δεν κρίνεσαι πια και δεν κρίνεις τον άλλο, πως η συνύπαρξή σας δε θα οδηγήσει σε παρερμηνείες των προθέσεών σας, πως η κατανόηση είναι αμφίδρομη και δεδομένη.
Η «βολική σιωπή» αποτελεί κι ένα διάβημα για να πάρει ή να δώσει κανείς χρόνο και χώρο σε μια σχέση. Είναι ένας τρόπος να μην πιέσεις τον άλλο με την παρουσία σου στη ζωή του αλλά και να μη χαθείς προσπαθώντας να καλύψεις τις επιθυμίες και τις ανάγκες του άλλου ατόμου. Αυτή η σιωπή προσφέρει και στα δύο μέρη μια ελευθερία, σαν να τους απαλλάσσει από την υποχρέωση να προσπαθούν να είναι μονίμως ενδιαφέροντες, σαν να λέει καθησυχαστικά «είναι όλα εντάξει, ηρέμησε».
Καμιά φορά σκέφτομαι πως ίσως η σιωπή της οικειότητας να μην είναι αυτή καθ’ αυτή το ζητούμενο μα να την επιζητούμε με ζήλο ως ένδειξη ότι έχουμε επιτύχει τον σκοπό μας να γίνουμε εξ ολοκλήρου αποδεκτοί. Ίσως η σιωπή της οικειότητας να μας φαίνεται τόσο γοητευτική γιατί μέσα της περικλείει ένα υπέροχο κράμα θετικών συναισθημάτων, αποτελώντας απόδειξη μιας βαθιάς σύνδεσης με έναν άλλο άνθρωπο. Ίσως να είναι τόσο σημαντική γιατί μας προσφέρει μια ασφάλεια κι επιβεβαίωση αντί για τη συνήθη αμηχανία που νιώθουμε όταν δημιουργείται μια παύση στην επικοινωνία με άλλους ανθρώπους.
Δεν τολμώ να σας πω πως έχω καταφέρει να επιτύχω όλες μου οι σιωπές είναι «βολικές σιωπές». Όσο οικεία κι αν νιώθω μαζί τους, δε νιώθω έτσι και σε όλες τις σιωπές μας. Ενίοτε προβάλω σ’ αυτές τις επικοινωνιακές παύσεις τους φόβους μου κι ίσως να τις χαλάω λίγο. Προσωπικά, επιλέγω να κατηγορήσω το παιχνίδι της ησυχίας στο οποίο όλοι πέσαμε θύματα ως παιδιά παραμένοντας σιωπηλοί στην πιο εξωστρεφή μας φάση για να κερδίσουν οι άλλοι μερικά λεπτά ηρεμίας. Έχει κάτι τραυματικό να αντιλαμβάνεσαι πόσο πολυμήχανα καταφέρνουν να σε αποσιωπήσουν όταν είσαι ένα αφελές πλάσμα. Σου αφήνει μια ενοχή μην τυχόν κι ενοχλήσεις με τον λόγο σου και μια πληγή που ξανανοίγει με τις σιωπές– βολικές ή αμήχανες.
ΥΓ.: Κάπου είχα πετύχει τη φράση: «κράτα τον άνθρωπο που θα νιώθεις άνετα μαζί του χωρίς να μιλάς» κι ένιωσα πως βρήκα μια συμβουλή-φάρο. Όμως, θα ήθελα να είχα διαβάσει αντ’ αυτού: «αγκάλιασε τις σιωπές που μοιράζεσαι με τους άλλους ανθρώπους χωρίς φόβο γιατί υπάρχουν κι άλλες μορφές επαφής εκτός από τα λόγιa, συχνά πιο ειλικρινείς».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου