Φυσάς και ξεφυσάς και πας να μας πουντιάσεις. Περπατάς πάνω-κάτω και σ’ ακούω που βρίζεις και λες πως όλα πάνε σκατά. Πάλι γαμήθηκε ο Δίας, λες, και μπορεί να έχεις δίκιο. Δίας είναι, άλλωστε· αυτή είναι η δουλειά του! Δεν ήσουν εσύ στο μάθημα της μυθολογίας στη γ’ δημοτικού; Αχ! Μην γκρινιάζεις άλλο να χαρείς! Μην γκρινιάζεις και δε σε καταλαβαίνω!
Να τα μας τώρα! Στο κρεσέντο της μίρλας σου, μου έγινες μονοδιάστατος, χρωματιστός κι αστείος. Σαν να γίνονται τα ρούχα σου μια ναυτική στολή κι αυτό που ξεπροβάλλει μάλλον είναι μια υπέροχη άσπρη φουντωτή ουρίτσα! Μα, ναι, είσαι ο Ντόναλντ! Αξιολάτρευτα γκρινιάρης, σηκώνεις τα μανίκια σου και χτυπιέσαι κατά της αδικίας που έχεις υποστεί -άσχετα αν λίγο-πολύ εσύ την επέφερες στον εαυτό σου! Φωνάζεις και γκρινιάζεις, τζαναμπέτικο, όλα σου φταίνε κι όλα σου πάνε στραβά κι όσο δε σου βγαίνει όπως το ήθελες τόσο φουντώνεις κι αναψοκοκκινίζεις! Και, τι είναι αυτό; Καπνοί βγαίνουν από τα αφτιά σου;
Μικρό χαριτωμένο παπάκι, γιατί τυραννιέσαι έτσι, μου λες; Και τι έγινε που δεν ήρθαν τα πράγματα όπως τα ‘θελες; Δε χάθηκε κι ο κόσμος! Τα πράγματα πάνε κατά διαόλου γιατί είναι μάλλον προγραμματισμένα να πηγαίνουν προς τα ‘κει. Στην αρχή ήταν το χάος και πάντα εκεί θα επιστρέφει. Χτυπήσου όσο θες και φώναξε, αν νιώθεις καλύτερα, αλλά να ξέρεις πως έτσι τίποτα δεν αλλάζει!
Θέλει να ηρεμήσεις λίγο και να σκεφτείς τι μπορείς να διορθώσεις, τι μπορείς να αλλάξεις και πώς. Αν πάλι δεν μπορείς πρέπει να το αποδεχτείς -κι όχι δεν πείθεις πως το αποδέχεσαι κατσιποδιάζοντας! Ούτε το αποδέχεσαι, ούτε το αλλάζεις, ούτε κάνεις κάτι ουσιαστικό! Χαλάς χρόνο και φαιά ουσία τζάμπα και βερεσέ και να σου πω και κάτι; Έχε χάρη που είσαι χαριτωμένο αλλιώς δε νομίζω να καθόταν κανείς να το αντέξει όλο αυτό το πανηγύρι που στήνεις, γκρινιάρικο βρομόπαπο!
Γκρινιάζεις, γκρινιάζεις κι ούτε που κατανοώ τι λες ούτε που νιώθω γιατί το κάνεις. Μεταξύ μας, παίζει να το κάνεις κι από συνήθεια πια γιατί πόσα μισοάδεια ποτήρια υπάρχουν για να δεις και πόσες αδικίες να έχεις ζήσει; Ποιος είσαι, μωρέ; Ο Βασιλάκης Καΐλας; Χτυπημένος απ’ τη μοίρα που σε έριξε στην άτιμη τούτη κοινωνία; Έλα, μη με προκαλείς άλλο γκρινιάρη και σώπα!
Άμα δεν αλλάζει ό,τι βιώνεις, ζήσε με αυτό και μη μας ταλαιπωρείς τα αφτιά! Συμβουλές δε θέλεις, βοήθεια δε θέλεις, την γκρίνια σου βρε Ντόναλντ Ντακ, ως πότε θα τη θέλεις; Μέχρι να σιχαθείς κι εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου; Θα ‘ναι αργά τότε, βρε παπί, γι’ αυτό μέτρα καλύτερα τις ευλογίες σου και πες κι ένα «δε βαριέσαι!» σάμπως κοστίζει και κάτι; Ρίξε και μια μούντζα να τη ευχαριστηθείς και πήγαινε παρακάτω.
Γιατί να κάθεσαι εκεί, μίζερο παπί, και να τρώγεσαι με τα ρούχα σου; Όλα σου φταίνε κι όλα τα μουρμουράς κι όπως τα μοιρολογάς εσύ, έτσι σε μουρμουρούν κι εκείνα και μια καλή μέρα δε θα δεις έτσι που το πας. Μπροστά σου να ερχόταν η καλύτερη των ημερών και να σου έλεγε «γεια, ήρθα να σου ομορφύνω τον κόσμο» πάλι θα κλαψούριζες που δεν ήρθε νωρίτερα ή που δεν ήταν όσο καλή τη φανταζόσουν. Δε σε πιάνει κανείς πουθενά, έτσι; Έχω βάσιμες υποψίες πως το γκρίζο συννεφάκι με την μπόρα πάνω απ’ το κεφάλι σου το φωνάζεις εσύ, δε σε ακολουθεί από μόνο του! Μάλλον η γκρίνια σου είναι κάποια αρχαία προσευχή σαν τον χορό της βροχής που έκαναν οι ινδιάνοι!
Αχ βρε Ντόναλντ Ντακ! Πόσος γογγυσμός χωρά σε ένα παπάκι; Πόση δυσφορία μπορείς να παράγεις και να αναπαράγεις; Κρίμα που δεν είναι εμπόρευμα να γίνεις και πλούσιος σαν τον θείο Σκρουτζ! Θα είχες να εξάγεις γκρίνια και σε άλλους πλανήτες άμα μπορούσες -αν και δε νομίζω πως θα την αγόραζε κανείς.
Έλα τώρα παπάκι, σώπα και ρίξε ένα χαμόγελο! Είναι ανώφελη η γκρίνια, δεν το βλέπεις; Αν θες «να αλλάξει η τύχη σου» πρέπει να αλλάξεις κι εσύ λίγο, δε νομίζεις; Πρέπει να δεις τον κόσμο πιο θετικά. Ατυχίες συμβαίνουν σε όλους, ανεξαιρέτως. Μας συμβαίνουν όμως και όμορφα πράγματα. Αντέχεις να εστιάσεις σ’ αυτά;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη