Υπάρχει κάτι τρομερό με τις μάνες, κάτι ανεξήγητο και μαγευτικό. Μοιάζουν όλες να έχουν βγάλει την ίδια «σχολή μητρότητας» κι έτσι να συμπεριφέρονται λίγο-πολύ με τον ίδιο τρόπο. Πού και πού ξαμολάνε και τις ίδιες ατάκες όπως το αμίμητο «ζακέτα να πάρεις» ή έχουν τις ίδιες αστείες αντιδράσεις γεμάτες ανησυχία και –τι άλλο;–  την υπερβολή στο μεγαλείο της.

Θα τις έλεγες γραφικές και κοινότυπες, μα κατά βάθος τις λατρεύεις για όλα αυτά που κάνουν, οπότε αρκείσαι να τις πειράζεις συχνά-πυκνά και να γελάς με την προβλέψιμη συμπεριφορά τους. Εντάξει, γελάς τώρα εσύ, αλλά σαν γνήσια τραγική ειρωνεία το τελευταίο γέλιο θα τους ανήκει· κάποια στιγμή θα καταλάβεις πως μεγαλώνοντας γίνεσαι η μάνα σου.

Ίσως να μη χρειαστεί να κάνεις παιδιά για να το αντιληφθείς. Ίσως απλά να αγαπήσεις κάποιον τόσο πολύ που να σε νοιάζει τι κάνει, πώς είναι, αν τρώει, αν περνάει καλά ή αν κάποιος τον στεναχώρησε. Ίσως αυτό και μόνο να σε κάνει να θες να τον φροντίσεις τόσο ανιδιοτελώς και με τέτοιο πάθος που θα ακούσεις στην ίδια σου τη φωνή εκείνη την ανησυχία της μάνας σου στο «ζακέτα πήρες;». Γιατί είναι καθαρή αγάπη όλη αυτή η έγνοια που σε έχει, όλη αυτή η προστατευτικότητα που σε έλουζε όλα αυτά τα χρόνια κι είναι αδύνατο να ξεφύγεις από αυτό το πρότυπο στοργής και φροντίδας που σε γαλούχησε. Αναπόφευκτα θα το επαναλάβεις χωρίς να είναι απαραιτήτως και κακό.

Θα πεις κι εσύ «πάρε ομπρέλα, βρέχει» λες κι ο άλλος δεν έχει μάτια να το δει, δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει. Θα αρχίσεις να «ορμηνεύεις» να προσέχει, να τρώει καλά, να κοιμάται επαρκώς, ή να κόψει κάποια κακιά συνήθεια, λες κι αυτό που χρειαζόταν για να αλλάξει κάποιος τον τρόπο ζωής του ήταν η δική σου προτροπή και συμβουλή. Θα ρωτήσεις όλο ενδιαφέρον και προθυμία τι να μαγειρέψεις κι αν πεινάει και θα ξεροσταλιάζεις περιμένοντας να σου πει τι έχει γιατί τον βλέπεις ότι δεν είναι καλά, αλλά δεν ξέρεις τι έχει συμβεί. Κι αφού γίνουν όλα αυτά, αφού ίσως οι γύρω έχουν ήδη αρχίσει τα πειράγματα ερήμην σου, θα σου έρθει η επιφοίτηση. Κι όμως, αδερφέ, γίνεσαι η μάνα σου.

Ξέρεις πως αυτό που κάνεις είναι υπερβολικό, ενοχλητικό ίσως, αλλά δεν έχεις διακόπτη να το κλείσεις. Δεν ξέρεις καν πότε ξεκίνησε και πώς. Δεν ξέρεις αν ξεκίνησε με μικρά δείγματα κι εξελίχθηκε ή αν ήταν έτσι η συμπεριφορά σου κι εσύ απλά εξεπλάγης τώρα που το συνειδητοποίησες. Βασικά, δεν έχεις καμία ιδέα απολύτως γιατί κάνεις αυτά που κορόιδευες τη μάνα σου ότι έκανε και κάπου μέσα σου, αντί να θες να το αλλάξεις, το βρίσκεις και λίγο αστείο.  Ακόμα κι αν εκφράσεις τη συνειδητοποίηση της ομοιότητας, δε σκοπεύεις να κάνεις κάτι γι’ αυτό. Θα συνεχίσεις να λες να μην πατήσουν γιατί σφουγγάρισες, θα συνεχίσεις να «νταντεύεις», αλλά και να «μαλώνεις» όπως έκανε η μητέρα σου, όπως κάνεις κι εσύ τώρα.

Γίνεσαι η μάνα σου ή μήπως ήσουν ανέκαθεν εκείνη; Δε σε νοιάζει κι αν σε ένοιαζε δε θα ‘πρεπε. Δεν έχει κάτι κακό το να υιοθετείς και να αναπαράγεις συμπεριφορές που πηγάζουν από ενδιαφέρον κι αγάπη και σκοπό έχουν να επιδράσουν θετικά τις ζωές των αγαπημένων σου, ακόμα κι αν είναι ομολογουμένως κοινότυπες. Μπορεί και να ήσουν πάντα η μητέρα σου, μπορεί να στο «ξύπνησε» κάποιος. Μπορεί να θες να πάρεις το ρόλο της τώρα που εκείνη λείπει. Μπορεί να έγινες κι εσύ μάνα και να απέκτησες το ίδιο «πτυχίο μητρότητας». Ποιος ξέρει;

Αφού, τέλος πάντων, θα γίνουμε οι μάνες μας, όσο μεγαλώνεις κράτα και λίγο τα μπόσικα με τα αστειάκια και τα πειράγματα γιατί προβλέπεται να σου γυρνάει μπούμερανγκ και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ειρωνεία απ’ το να σε κοροϊδέψει η ίδια σου η μάνα για τις υπερβολές σου! Δείξε λίγη κατανόηση και μην ξεχνάς ότι σημασία έχει να μη φεύγεις απ’ το σπίτι χωρίς ζακέτα γιατί ακόμα έχει ψύχρα και θα κρυώσεις κι επίσης, να προσέχεις εκεί στα μπαρ που βγαίνεις και πίνεις να μη σας ρίξουν κάτι στο ποτό γιατί τα έχω δει στην τηλεόραση αυτά και ξέρω. Ναι, ωραία, κι εγώ η μάνα μου έγινα, τι περίμενες;

 

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη