Οι γείτονές του πάλι τσακώνονται. Φωνάζουν, βρίζουν και σπάνε πράγματα. Δεν είναι βέβαια ξεκάθαρο αν οι χτύποι που ακούγονται οφείλονται σε αντικείμενα ή πρόσωπα που βρέθηκαν τυχαία μπροστά στο μένος κάποιου αλλά δε σκοπεύει να αναμιχθεί. Καλύτερα να κοιτάξει τη δουλειά του, άλλωστε η ιδιωτικότητα του καθενός μας είναι πολύ σημαντική και πρέπει να τη σεβόμαστε. Θα δυναμώσει λίγο την τηλεόραση κι ας το λύσουν οι γείτονες μόνοι τους. Σε μια τελική όλο και κάποιος άλλος θα επέμβει αν χρειαστεί -τόσοι ακροατές υπάρχουν- γιατί να τον πουν και «περίεργο»; Όχι, όχι· κουτσομπόλης δεν είναι. Θα τσακωθούν λίγο ακόμα και θα σταματήσουν όπως κάνουν κάθε φορά.
Αν είχε ινδιάνικο όνομα θα ήταν ο «κοιτάζω τη δουλειά μου». Θα ήταν εκείνος που θα απέφευγε κάθε προστριβή, κάθε ανάμιξη, κάθε εμπλοκή και μάλιστα σε κάθε τομέα. Είναι ίσως ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτού που συχνά αποκαλούμε «νοικοκυραίο». Εντάξει, ο τίτλος έχει πια μια πολύ αρνητική κι επικριτική χροιά μα αδιαμφισβήτητα αποδίδει μια πραγματικότητα. Αποτυπώνει άψογα τη νοοτροπία εκείνου που αρνείται πεισματικά να πάρει θέση ακόμα και στα πιο φλέγοντα ζητήματα, περιγράφει λακωνικά μα απείρως εύστοχα εκείνον που φρενάρει την ίδια του την πρωτοβουλία, που απωθεί ακόμα και την πιο ενστικτώδη έκφραση της ίδιας του της ενσυναίσθησης.
Ο «κοιτάζω τη δουλειά μου» έχει βρει έναν μαγικό τρόπο για να αποκλείει τη συναισθηματική σύνδεση με τους άλλους σαν να πρόκειται για έναν απλό διακόπτη που γυρνά στο off και συνεχίζει την τακτοποιημένη –ή και όχι– ζωούλα του. Επιλέγει να διατηρήσει τις αποστάσεις του, να κοιτάξει αλλού, να αδιαφορήσει. Δε θα ασχοληθεί με το τι συνέβη ή με το τι απασχολεί τον γείτονα, τον συνάδελφο, τον αδερφό του, τη γυναίκα ή τη μάνα του. Θα μείνει στην επιφάνεια, θα κρατήσει εκείνα που τον αφορούν άμεσα και αναπόφευκτα και για όλα τα άλλα θα εφεύρει εξαιρετικές δικαιολογίες για να τα απωθήσει ώστε να μην τον απασχολούν.
Θα είναι ευτυχισμένος στον μικρόκοσμό του κι αυτή είναι όλη η γοητεία του να κοιτάζει κανείς τη δουλίτσα του. Αναμφίβολα, έχει μια παραμυθένια ομορφιά να μπορεί κανείς να ζει «προστατευμένος» σε μια φούσκα δικής του επινόησης όπου τίποτα δεν τον ταράζει, όμως σ’ αυτόν τον αποκομμένο κόσμο του χάνεται η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Λείπει η πραγματική ανθρώπινη επαφή, χάνεται η συναισθηματική σύνδεση, απουσιάζει η αλληλεγγύη, εκμηδενίζεται η «ανθρωπιά». Αυτός ο άνθρωπος, όσο έξυπνος ή ικανός κι αν είναι σε άλλους τομείς, συναισθηματικά και κοινωνικά μένει λειψός. Υστερεί στη λήψη σημαντικών αποφάσεων, υποβάλει τον εαυτό του σε μια ένδεια εμπειριών και ακρωτηριάζεται ιδιοχείρως ως προς την κοινωνική του διεπαφή.
Όσο ελκυστική κι αν μοιάζει η ιδέα του να «κοιτάς τη δουλειά σου», στην πραγματικότητα είναι σαν να έχεις μια ηθική πυξίδα και να την πετάς στην θάλασσα. Η απουσία της ενσυναίσθησης που επιβάλλει ένας τέτοιος τρόπος ζωής μετατρέπει τους υποστηρικτές του σε άτομα ανίκανα να διακρίνουν το «σωστό» από το «λάθος», κάτι που μοιραία τους κάνει «συνεργάτες στο έγκλημα». Αυτό συμβαίνει γιατί εκεί που η κριτική ικανότητα κάποιου θα εξέταζε ένα συμβάν με τον απλοϊκό κανόνα «αν το έκαναν σε εμένα δε θα μου άρεσε/θα με πονούσε άρα δεν πρέπει να γίνεται» οι άνθρωποι που «κοιτάζουν τη δουλειά τους» αντικαθιστούν αυτό το φίλτρο με το «δε συμβαίνει σε εμένα, άρα δε με αφορά» δίχως να λαμβάνουν υπόψιν τους τι είναι αυτό που συμβαίνει.
Η έλλειψη της ενσυναίσθησης των «κοιτάω την δουλειά μου» ίσως δεν επηρεάζει τους ίδιους άμεσα όμως ανάλογα με την πυκνότητα αυτών των ατόμων σε μια κοινωνία, η εκάστοτε κοινότητα υποβαθμίζεται και αποδιαρθρώνεται. Τα μέλη δεν αναπτύσσουν δεσμούς, δεν απαντάται στο κοινωνικό σύνολο η συλλογικότητα ή η σύμπνοια που θα έπρεπε αλλά αντ’ αυτού βλέπουμε αδιαφορία και αποξένωση. Ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούν αυτοί οι άνθρωποι αλλοιώνουν την ίδια την κοινωνία προάγοντας την ανασφάλεια και τον φόβο στα μέλη της άρα και στους ίδιους κατ’ επέκταση.
Ταυτόχρονα, αυτό που συχνά δε βλέπουμε ούτε κι εμείς ως παρατηρητές είναι ότι τα άτομα που «κοιτάζουν τη δουλειά τους» αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν να πάρουν μια δύσκολη απόφαση και δε θα ξέρουν πώς. Δε θα έχουν δει πώς είναι να παίρνεις πρωτοβουλία, να τολμάς, να ρισκάρεις και να πρωτοστατείς ούτε καν από κάποιον οικείο τους γιατί πολύ απλά επέλεξαν να μην κρατήσουν κανέναν τόσο κοντά. Επέλεξαν να μην παρατηρήσουν τον διπλανό τους μην τυχόν και χρειαστεί να επέμβουν. Στερήθηκαν όχι μόνο κάθε επίκτητη εμπειρία αλλά και κάθε «δανεική» κι αυτό τους κάνει πιο ευάλωτους στην πραγματικότητα, στην αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων που για άλλους είναι «καθημερινότητα».
Είναι εύκολο να στηλιτεύσεις μια τέτοια συμπεριφορά και να την επικρίνεις, η αλήθεια είναι όμως πως η παθογένεια αυτής της νοοτροπίας είναι βαθιά ριζωμένη κι έξυπνα συγκαλυμμένη. Αυτός ο τρόπος ζωής μπορεί να οφείλεται σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που λειτούργησε ως «φυτώριο» αδιαφορίας ή στην ίδια την κοινωνία που κατακρίνει δριμύτατα όσους αντιδρούν. Μπορεί να πρόκειται ακόμα και για ψυχική διαταραχή που ποτέ δεν αναγνωρίστηκε ώστε να αντιμετωπιστεί. Στο δια ταύτα όμως, αντί να κλείνουμε το μάτι στην αδιαφορία «κοιτάζοντας τη δουλειά μας», ίσως ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε τους γύρω μας στα μάτια και να ρωτήσουμε με πραγματικό ενδιαφέρον τι κάνουν και τι χρειάζονται.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου