Βλέπω στο δρόμο μανάδες με τα παιδιά τους, ηλικίες διάφορες, πότε μωρά σε καροτσάκια, ενίοτε πιτσιρίκια, άλλοτε έφηβοι και καμιά φορά βλέπω κι ενήλικους με τις μητέρες τους. Μου αρέσει πολύ το θέαμα, δε σας κρύβω, κι έτσι τους ακολουθώ με το βλέμμα μου, τους παρατηρώ ώσπου να χαθούν απ’ το οπτικό μου πεδίο. Απολαμβάνω τις τρυφερές αγκαλιές που ανταλλάσσουν, τα παιχνίδια, τα χαμόγελα στα παιδικά πρόσωπα, αλλά και στα πρόσωπα των μαμάδων τους. Καμιά φορά συγκινούμαι, άλλες νοσταλγώ και θυμάμαι. Βλέπετε, δεν έχουμε όλοι τη μαμά μας να μας συντροφεύει σε κάθε μας βήμα. Για κάποιους από μας η μαμά «έχει φύγει».

Αδυνατώ να σταθώ στο πόσο πολύ αλλάζει ξαφνικά η ζωή σου χάνοντας εκείνον τον άνθρωπο που σ’ αγαπάει άνευ όρων, κυρίως γιατί και μόνο η σκέψη πονάει. Αδυνατώ ακόμα και να περιγράψω πόσες πολλές απουσίες θα έχεις να αντιμετωπίσεις σαν χάσεις τη μητέρα σου κι αυτό γιατί κάθε φορά θα θες να μοιραστείς κάτι, θα θες να της δείξεις κάτι κι εκείνη απλά δε θα είναι εκεί. Όχι γιατί δεν ήθελε, όχι γιατί δεν μπόρεσε, αλλά μάλλον γιατί δεν πρόλαβε. Κι έτσι κυλά η ζωή σου. Με μια άδεια θέση σε κάθε γεγονός. Μεγάλο, μικρό δεν έχει σημασία γιατί όλα το ίδιο σε πληγώνουν. Κι αυτή είναι μια πληγή που την κουβαλάς και που πιστεύεις πως με τον χρόνο θα σταματήσει να πονάει τόσο.

Αν παύει να πονάει, δεν ξέρω να σας πω. Ξέρω να σας πω, όμως, πως σε αλλάζει. Πως σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Σε ευαισθητοποιεί πάρα πολύ σε θέματα που έχουν να κάνουν με την οικογένεια, με τα παιδιά, με τη μητρότητα. Σε κάνει να αντιλαμβάνεσαι πως κανείς, ποτέ δεν είναι δεδομένος. Στην αρχή, αλλάζει κι ο κόσμος γύρω σου. Τον βλέπεις πιο σκληρό, έτοιμο να σε κατασπαράξει, αλλά με το χρόνο καταλαβαίνεις πως πάντα έτσι σκληρός ήταν, απλά εσύ δεν ήσουν τόσο «εύθραυστος».

Σ’ αυτά που σε πονούν στον κόσμο θα μπουν, άθελά τους, τα παιδιά που φωνάζουν δημοσίως στη μητέρα τους ή της μιλούν άσχημα κι αυτό γιατί σκέφτεσαι ότι αυτή η μάνα πονάει, πληγώνεται και πως ίσως να ήταν έτσι και για τη δική σου, οπότε αυτομάτως γίνεσαι κουρέλι. Θα ακούσεις μια μάνα στο δρόμο να γλυκομιλάει στο σπλάχνο της και χωρίς να το καταλάβεις ίσως αρχίσεις να κλαις. Δεν ξέρεις πώς συγκινήθηκες τόσο και γιατί, ή ξέρεις και φοβάσαι να το παραδεχτείς. Πάντως, ό,τι συναντάς κάτι θυμίζει κι ό,τι βλέπεις κάτι σου ξυπνά.

Θα θες να πας εκεί και να αγκαλιάσεις αυτήν την άγνωστη μητέρα και να της πεις πως δε φταίει εκείνη, να της πεις πως είναι η αλαζονεία της νιότης που κάνει τα παιδιά όλου του κόσμου εριστικά κι απόλυτα. Θες να της εξηγήσεις πως αν όλα τα παιδιά κατανοούσαν πόσο σημαντική είναι μια μάνα, πόσο μεγάλο το κενό που αφήνει φεύγοντας, τότε κανείς δε θα άφηνε να χαθεί λεπτό μέσα σε έριδες, παρεξηγήσεις κι ασυμφωνίες. Δεν είναι πως εκτιμάς τον άνθρωπό σου όταν εκείνος φύγει. Είναι που οι άνθρωποι βλέπουμε τους γονείς μας αειθαλείς, ενώ δεν είναι.

Ίσως φταίει που όταν αναρωτηθήκαμε αν οι γονείς μας θα πεθάνουν εκείνοι μας απάντησαν αρνητικά για να μας καθησυχάσουν. Ίσως φταίει που στα παιδικά μας μάτια ήταν πάντα τόσο δυνατότεροι ή ικανότεροι από εμάς που δεν το χώρεσε ο νους μας πως μπορεί να πάθουν κάτι. Η αλήθεια, όμως, είναι πως γενικά οι ζωές μας είναι απίστευτα εύθραυστες και μικρές για να χάνουμε χρόνο σε τσακωμούς. Κι η μάνα είναι πολύ σημαντική για να την κακοκαρδίζεις.

Φυσικά, δε γίνεται να συμφωνείτε και σε όλα, δεν αποφεύγονται όλες οι διαφωνίες, αλλά είναι στο χέρι σου πόσο θα κρατήσει αυτή η αψιμαχία και σε συμβουλεύω να είναι για λίγο. Ακόμα κι αν τη χαρείς μέχρι τα βαθιά της γεράματα, όταν φύγει, θα σου λείψει μέχρι κι η χειρότερή της συνήθεια και στο λέω εκ πείρας. Ακόμα κι αν λες πόσο σου τη σπάει η γκρίνια της, η σκούπα το πρωί της Κυριακής πάνω στο hangover σου, η εμμονή της με το τι κάνεις, πού πας, πού είσαι και πότε θα γυρίσεις, κατά βάθος ξέρεις πως δε θα ήθελες και κάτι άλλο. Όλα αυτά την κάνουν τη δική σου μαμά. Για όλα αυτά να την αγαπάς περισσότερο απ’ όσο νομίζεις πως μπορείς και να μην την έχεις δεδομένη.

Εκμεταλλεύσου το χρόνο. Απόλαυσε την παρέα της. Βγάλ’ τη μια βόλτα να πιείτε έναν καφέ, να κάνετε μερικά ψώνια. Σκέψου πως τώρα είναι η σειρά σου να της δώσεις πίσω όλα όσα έκανε εκείνη για σένα όσο ήσουν παιδί -και δεν ήταν λίγα. Κάν’ την περήφανη, κάν’ την να γελάσει, ξεκούρασέ την όσο μπορείς και πες της πολλά «σ’ ευχαριστώ» κι άλλα τόσα «σ’ αγαπώ». Κανείς δεν είναι δεδομένος, να το θυμάσαι, και περισσότερο η μάνα μας.

 

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη