Θέλω πίσω εκείνα τα ανέμελα μαθητικά μου καλοκαίρια. Εκείνα που δεν είχαν τελειωμό. Που ξεκινούσαν με μπουγέλο την τελευταία μέρα στο σχολείο και τελείωναν με έναν αγιασμό. Πώς μπορώ να τα έχω λίγο ακόμα; Πώς μπορώ να δραπετεύσω πίσω στο χρόνο και να γευτώ τα γέλια με την αλμύρα, το μαστίγωμα της άμμου στα πρώτα μελτεμάκια και το κάψιμο του ήλιου στη μύτη και τους ώμους μου;

Εκείνα τα αέναα καλοκαίρια της εφηβείας μας! Εκείνα που κολυμπούσαν στο φλερτ και τις νέες γνωριμίες, που μας έβρισκαν στους δρόμους να κρατάμε κάποιον απ’ το χέρι πεταρίζοντας τα βλέφαρα, χαμογελώντας δίχως έγνοιες. Εκείνα τα καλοκαίρια που συναγωνιζόμασταν ποιος μαύρισε περισσότερο ή ποιος έφαγε περισσότερα παγωτά. Πίσω σ’ εκείνα τα καλοκαίρια της ανεμελιάς.

Να ζούσα μια ακόμα φορά τον πρώτο καλοκαιρινό μου έρωτα· το πρώτο καρδιοχτύπι που μύριζε θάλασσα κι είχε μια γεύση αλμυρή και γλυκιά συνάμα, σαν γρανίτα που την πίνεις μόλις βγεις απ’ το νερό και στην πρώτη γουλιά γεύεσαι λίγο απ’ το αλάτι των χειλιών σου. Να ξεχυνόμασταν και πάλι σαν μικρά κακομαθημένα μαθητούδια στην πιο κοντινή μας παραλία φωνάζοντας και τρέχοντας. Να πέταγε ο ένας στον άλλο νερό και να κάναμε τόση φασαρία που να ενοχλούσαμε και τον πιο απομονωμένο λουόμενο.

Ήμασταν ωραία τότε. Κάθε συναίσθημα στο φουλ, κάθε στιγμή στο κόκκινο. Ζούσαμε τη ζωή μας με τα ηχεία στο τέρμα και με άγνοια κινδύνου. Θυμάσαι εκείνα τα σφηνάκια τεκίλας που πίναμε κάνοντας όλη την ιεροτελεστία σ’ εκείνο το beach bar -άραγε να υπάρχει ακόμα; Αλάτι, τεκίλα και λεμόνι. Αλάτι για το καλοκαίρι που ζούσαμε, τεκίλα για τις τρέλες που κάναμε και λεμόνι· για να βεβαιωθούμε πως αυτό που ζούμε είναι αληθινό. Δεν ξέρω για σένα, αλλά στο μυαλό μου αυτές οι θύμισες έχουν ακόμα έντονη γεύση, άρωμα και χρώμα.

Μεγάλα καλοκαίρια της εφηβείας μας, ξέγνοιαστα και ζωηρά. Ανυπομονούσαμε να έρθουν κι έπειτα δεν είχαν τελειωμό. Επέμεναν να περνούν ράθυμα και νωχελικά σαν να μην ήθελε ούτε το ίδιο το καλοκαίρι να τελειώσει. Σαν να προσπαθούσε να διαρκέσει περισσότερο, σαν να μας έλεγε η ίδια η εποχή με τρόπο πως αυτές οι στιγμές πρέπει να μας τυπωθούν και να κρατήσουν για χρόνια στις μνήμες μας. Μας έλεγε πως πρέπει να τις ζήσουμε έντονα και χωρίς βιασύνες, μα δεν το καταλαβαίναμε και πολύ, έτσι;

Κάποια βράδια χαζεύω απ’ το μπαλκόνι μου τα πιτσιρίκια στο πάρκο απέναντι που τρέχουν, παίζουν και γελούν και σκέφτομαι πως κι εκείνα –όπως κι εμείς– κάποια στιγμή θα μαζευτούν για τελευταία φορά να παίξουν κι ούτε που θα το ξέρουν. Κάποια στιγμή θα παίξουν το τελευταίο τους κρυφτό, μα δε θα σκεφτούν πως δε θα υπάρξει επανάληψη. Θα χαιρετηθούν ένα βράδυ χαρούμενοι και κουρασμένοι απ’ το παιχνίδι, θα πουν «τα λέμε αύριο» και τελικά δε θα τα ξαναπούν. Μια από αυτές τις μέρες θα μεγαλώσουν, όπως μεγαλώσαμε κι εμείς.

Κι ύστερα θα κοιτούν φωτογραφίες, θα θυμούνται στιγμές, θα δημιουργούν άλλες, μα τα καλοκαίρια θα στενέψουν. Θα γίνουν δέκα, δεκαπέντε μέρες όσο κρατά μια καλοκαιρινή άδεια και σ’ αυτές τις λίγες μέρες θα στριμώξουν όση ανεμελιά κράτησαν κι όση οκνηρία προλάβουν να χωρέσουν. Έτσι δεν κάνουμε κι εμείς; Ανόητα θύματα της ενηλικίωσής μας, συρρικνώσαμε τα καλοκαίρια μας.

Προλαβαίνουμε να το αλλάξουμε; Να τα κλείσουμε όλα για ένα-δυο μήνες και να ξεχυθούμε στα νησιά, στα πλακόστρωτα, τα ασβεστωμένα, στο αχανές μπλε και το λατρεμένο πράσινο. Να βάλουμε τα καφτάνια μας και τα λινά, τα ψάθινα καπέλα. Να φοράμε μόνο μαγιό και σαγιονάρες, να τρώμε καρπούζι στην αμμουδιά και να γελάμε. Να μας βρίσκουν τα βράδια εκεί με μια μπίρα στο χέρι κι όταν θα ακούγονται μόνο τα τριζόνια να κοιτάμε τα αστέρια. Να σου δείχνω τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο ενώ εξομολογούμαστε τις πιο μύχιες σκέψεις μας.

Πώς μπορώ να έχω λίγο ακόμα καλοκαίρι από εκείνα; Τα τεμπέλικα, τα εύθυμα, τα παιχνιδιάρικα. Τα μεγάλα καλοκαίρια της εφηβείας μας θέλω. Σαν αυτά δεν υπάρχουν άλλα!

 

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη