Υπάρχουν διάφορα είδη κωμωδίας: η σάτιρα, η μαύρη κωμωδία, ο κωμικός αυτοσχεδιασμός (improv-stand up), η παρωδία κι αρκετά ακόμα. Αν κρατήσουμε δυο μόνο μεγάλες υποκατηγορίες, θα μιλήσουμε για την υψηλή κωμωδία που βασίζεται σε φλεγματικά αστεία ή σε παιχνίδια λέξεων και νοημάτων και την κατώτερη κωμωδία που προκαλεί το «γρήγορο γέλιο» μέσα από την αναπαραγωγή στερεοτύπων, τη δημιουργία και τον εμπαιγμό μιας καρικατούρας.

Το ότι την αποκαλούμε «κατώτερη» κωμωδία δεν είναι γιατί κάποιος ξύπνησε μια μέρα στραβωμένος κι αποφάσισε πως αυτά είναι καλά αστεία και τ’ άλλα είναι κακά. Κάθε είδος επιτελεί και τον σκοπό του και ναι, το εύκολο γέλιο είναι αναγκαίο. Ενδεχομένως να είναι και πιο εύπεπτο, ή πολύ πιο γρήγορα αντιληπτό και ν’ απαντά μ’ αυτόν τον τρόπο στη μεγάλη δίψα κάθε ανθρώπου για ένα χαμόγελο. Θα μου επιτρέψετε, ωστόσο, να είμαι λιγάκι επιλεκτική σ’ αυτό, όχι γιατί είμαι σνομπ, αλλά γιατί αυτό που καταλήγει να πρεσβεύει ένα αστείο της κατώτερης κωμωδίας, σήμερα μου προκαλεί τουλάχιστον αποστροφή.

Ας πάρουμε τον Τσάρλι Τσάπλιν και το Τρίο Στούτζες. Εκεί, είχαμε εύκολο γέλιο που δημιουργούταν από χαρακτήρες που δεν έκαναν το λογικό ή το αναμενόμενο, αλλά το ακριβώς αντίθετο ή βρίσκονταν μέσα σε παράλογες καταστάσεις. Χρησιμοποιούσαν δηλαδή τη βασική αξία της κωμωδίας που είναι ένας πρωταγωνιστής που προσπαθεί πάρα πολύ για κάτι. Είχαμε υπερβολικές εκφράσεις προσώπου, ακροβατικά, νευρικές κινήσεις, στόχο. Το γέλιο εδώ παρ’ ότι «εύκολο», απαιτούσε καλή υποκριτική ικανότητα και γρήγορα κι ελαφριά σώματα (όχι ως προς τη μορφή τους μα με την κατά Μάρσαλ προσέγγιση). Η ανάγκη μας για γέλιο ικανοποιούταν δίχως να στιγματίζεται κανείς κι είχε ως βάση την προσπάθεια. Βλέπετε πού το πάω, έτσι;

Ας έρθουμε τώρα στην «κωμωδία» του κάθε Σεφερλή κι ας δούμε τι έχουμε. Αναπαραγωγή στερεοτύπων κι έμμεση ή άμεση επίθεση σε ομάδες ατόμων όπως η LGBTQ κοινότητα, οι Ρομά, οι γυναίκες, οι plus size, οι καραφλοί και πάει λέγοντας. Όλα σ’ ένα μίξερ χυδαιότητας, αποσκοπώντας στο να γελάσουμε σε βάρος του άλλου νομίζοντας πως είμαστε καλύτεροι από αυτόν. Δε σκοπεύω ν’ αναπαράξω κανένα από τ’ «αστεία» αυτού του είδους, ούτε ως παράδειγμα προς αποφυγή, γιατί νομίζω πως δεν τους αξίζει ούτε ο χρόνος που τους δόθηκε ήδη για προβολή. Όμως θα πω αυτό: Σε μια κοινωνία που μάχεται για τη βελτίωσή της, δε θα έπρεπε να δίνεται το διάβημα για τέτοιες τοποθετήσεις, ακόμα κι αν αυτός που τις ξεστομίζει νομίζει πως κάνει σάτιρα.

Και μιλώντας για σάτιρα, αλήθεια, έχουμε γνώση για το τι είναι σάτιρα; Ξέρουμε τι πραγματευόταν ο Αριστοφάνης στα έργα του και πώς; Γιατί γίνονται χυδαίες τοποθετήσεις που «ντύνονται» σαν «σατιρικός λόγος» και τα πρόσωπα που τα προβάλουν διατείνονται κι από πάνω πως είναι θύματα λογοκρισίας. Λοιπόν ας το ξεκαθαρίσουμε. Σάτιρα είναι η ευφυής χρήση λέξεων και μεθόδων όπως η υπερβολή, η ειρωνεία, η σύγκριση και η αναλογία με σκοπό τη γελοιοποίηση εννοιών ή πολιτικών -συνήθως- προσώπων, με σκοπό τη δημιουργία βαθύτερων στοχασμών. Η σάτιρα του Αριστοφάνη συγκεκριμένα, είχε πολιτικό χαρακτήρα καθώς στηλίτευε τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της εποχής του και στόχευε στην κριτική της εξουσίας. Θεωρητικά πάντα, αυτό θα έπρεπε να κάνουν και οι σημερινές επιθεωρήσεις αλλά στην πλειοψηφία τους αποτυγχάνουν.

Άρα, για να το λήξουμε εδώ, σάτιρα δεν είναι να γελάσουμε με τη χαζή ξανθιά ή τον χοντρό καραφλό γιατί πώς να το κάνουμε, αυτό δεν αποτελεί ψυχαγωγία ούτε ασκεί κριτική στο κοινωνικό μας γίγνεσθαι. Σάτιρα έκανε ο εξοχότατος Χάρρυ Κλυν, σάτιρα κάνει κι ο Sacha Baron Cohen. Υπάρχει όμως μια ποιοτική διαφορά μεταξύ αυτών και του Σεφερλή. Όχι με την έννοια του πιο εκλεπτυσμένου, γιατί κι εδώ πιθανώς να βρει κανείς υβριστικό λόγο ή φιγούρες που στοχοποιούνται, όμως αυτές οι φιγούρες δεν είναι στερεοτυπικές αλλά αλληγορίες μιας κατάστασης. Επίσης, στη μια περίπτωση το χιούμορ τα βάζει με μεμπτές καταστάσεις κι αντιλήψεις ή νόρμες και στην άλλη αναμασάμε «χωρατά» μισού αιώνα πίσω.

Δε θα σας κρυφτώ, θυμώνω που βλέπω ανθρώπους να γελάνε μ’ αυτά. Θυμώνω γιατί δίνουν σε κάποιον τυχαίο τη δύναμη να τους εξευτελίζει άμεσα ή έμμεσα. Αν καταλαβαίνουν ότι γελοιοποιούνται κι οι ίδιοι ή κάποιος δικός τους άνθρωπος με κακεντρέχειες που βαφτίστηκαν «χιούμορ», γιατί ενισχύουν τον κάθε ατάλαντο με εισιτήριο στο τσίρκο του κι αν δεν το καταλαβαίνουν γιατί δεν μπορούν να το αντιληφθούν;

Κάπου εδώ, μερικοί ίσως να έχετε αρχίσει να λέτε πως βαρεθήκατε όλο αυτό το political correctness και πως επιτέλους, πρέπει να σταματήσουμε να ενοχλούμαστε τόσο με μερικά αστειάκια και λίγο νιώθω το φαγητό μου να παίρνει το ασανσέρ. Βλέπετε, εγώ βαρέθηκα τις σαχλαμάρες στην τηλεόραση, βαρέθηκα τον κάθε τελευταίο που του δίνεται τηλεοπτικός χρόνος για να ξερνάει ρατσιστικά, σεξιστικά κι ομοφοβικά σχόλια. Και ναι, μπορώ ν’ αλλάξω κανάλι και σίγουρα δε θα κόψω εισιτήριο στο θέατρό του, αλλά με ενοχλεί που γνωρίζω ότι υπάρχει περιθώριο και γι’ αυτά παρά τον αγώνα που γίνεται για την κοινωνική αποδοχή κάθε ανθρώπου. Μ’ ενοχλεί να ξέρω πως ακόμη κάποιοι χαίρονται όταν εξευτελίζονται συνάνθρωποί μου.

Εκεί έξω, υπάρχουν άπειρα ταλέντα που μπορούν να κάνουν πραγματικό χιούμορ. Που είναι ικανοί να προάγουν ουσιαστικά τον πολιτισμό μέσω της κωμωδίας και του χιούμορ χωρίς να χρησιμοποιήσουν χαμερπείς ιδεολογίες και φρασεολογίες. Άνθρωποι νέοι, με πρωτότυπες ιδέες, άνθρωποι άγνωστοι που αγαπούν την Τέχνη. Ανοίξτε τις αγκαλιές σας, τα θέατρα και τις τηλεοράσεις σας σε φρέσκους ανθρώπους και κλείστε επιτέλους τις πόρτες στους Σεφερλήδες. Χορτάσαμε απ’ αυτούς!

 

Πηγή φωτογραφίας

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου