«Εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…» ακούμε συχνά να προηγείται μιας γνώμης που βασίζεται σε φυλετική προκατάληψη. Αυτό που συχνά δεν καταλαβαίνουμε είναι πως μια φυλετική προκατάληψη που μας κάνει να διαχωρίζουμε ανώτερους και κατώτερους βάσει φυλής, φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού είναι αυτό ακριβώς· ρατσισμός. Δε θέλουμε να το παραδεχτούμε, γιατί δεν αντέχουμε να μας δούμε σαν τους «κακούς» της ιστορίας και πολλές φορές ούτε καν το αντιλαμβανόμαστε. Εξάλλου, ρατσιστής είναι μόνο εκείνος που κάνει κακό στους άλλους, σωστά;
Λάθος. Ρατσιστής μπορεί να ‘ναι οποιοσδήποτε, ακόμα κι εν αγνοία του, καθώς δεν αντιλαμβανόμαστε πάντα τα βαθύτερα αίτια μιας συμπεριφοράς μας. Ταυτόχρονα, υπάρχουν τόσες καλά κρυμμένες στην ευγένειά τους εκφράσεις που ενέχουν διακρίσεις σε passive aggressive τόνους που ούτε που το καταλαβαίνουμε. Αυτές οι φράσεις ακούγονται καλά στα αφτιά του ομοεθνή μας, του λευκού, του straight, του ομόθρησκου, αλλά αυτό δεν τις κάνει και πολιτικά ορθές ή πραγματικά κοινωνικά αποδεκτές. Ο ρατσισμός υποβόσκει και σε φράσεις που θεωρούμε «ευγενικές», φωλιάζει σε ερωτήσεις και προτάσεις που αποδεικνύουν πως το να κάνουμε διακρίσεις καμιά φορά είναι βαθιά ριζωμένο στην αντίληψη και τη νοοτροπία μας.
Σκέψου μόνο τις φορές που ρώτησες κάποιον με ασυνήθιστο όνομα αν «έτσι τον βάφτισαν». Καταλαβαίνεις πως δεν είναι απαραίτητο μήτε να έχει βαφτιστεί μήτε και να σου δώσει εξηγήσεις γι’ αυτό, έτσι; Δεν είμαστε όλοι χριστιανοί στον κόσμο, υπάρχουν πολλές άλλες θρησκείες κι υπάρχουν κι αγνωστικιστές. Η δική σου αντίληψη ότι οι άνθρωποι βαφτίζονται αποτελεί μια πολύ ουσιώδη προκατάληψη που δυνητικά θα μπορούσε να εισπραχθεί ως ρατσιστικό σχόλιο, ακόμα κι αν πρόκειται για μια ειλικρινή σου απορία.
Προς θεού, δε λέω πως κανείς μπορεί να κατηγορηθεί ως ρατσιστής επειδή απορεί με την προέλευση ενός ονόματος. Οφείλουμε όμως να καταλάβουμε πως η πηγή μιας τέτοιας ερώτησης επαφίεται στη γενικευμένη μας άποψη πως όλοι είμαστε Χριστιανοί, συνεπώς βαφτιζόμαστε. Η ίδια ερώτηση θα ηχούσε διαφορετικά αν αντ’ αυτής λέγαμε «πώς επέλεξαν αυτό το όνομα οι γονείς σου;» ή «ενδιαφέρον όνομα, πώς προέκυψε;». Δεν είναι ότι παίζουμε με τις λέξεις, είναι ότι μερικές φράσεις ενέχουν κρυφά νοήματα και προκαταλήψεις. Προδίδουν, έστω κι άθελά τους, μια αντίληψη που πιθανότατα ενέχει διαχωρισμό.
Αν δεις κάποιον που δεν είναι λευκός ή παραείναι λευκός, που μιλά σπαστά ελληνικά ή έχει ξενική προφορά, πολύ λογικά θα υποθέσεις ότι προέρχεται από κάποια άλλη χώρα. Ίσως από περιέργεια ή στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησης, θα ρωτήσεις την καταγωγή του και δεν έχει κάτι κακό αυτό. Το κακό έρχεται όταν σου πει τη χώρα κι εσύ σχηματίσεις βάσει αυτού μια ολόκληρη άποψη. Δεν είναι απαραίτητο να πεις κάτι για να θεωρηθεί ρατσιστικό. Πολλές φορές οι ίδιες μας οι σκέψεις είναι ρατσιστικές γιατί πολύ απλά κρίνουμε κάποιον βασισμένοι σε ένα γνώρισμα που ο ίδιος δεν επέλεξε.
Σίγουρα θα έχεις πει ή θα έχεις ακούσει τη φράση «δεν έχω πρόβλημα με τους gay, έχω έναν φίλο που είναι» που δυστυχώς ακολουθείται κι από μια κριτική τον ομόφυλων ζευγαριών ή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας εν γένει. Ίσως πάλι να άκουσες ή και να σκέφτηκες τη φράση «είσαι gay; δε σου φαίνεται» και να θεώρησες πως ήταν κάτι σαν κομπλιμέντο, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι.
Δεν είναι κομπλιμέντο να του λες πως το κρύβει καλά, γιατί δε χρειάζεται να το κρύβει. Δεν είναι ντροπή, δεν είναι κάτι το μεμπτό ή το ανήθικο. Ο σεξουαλικός του προσανατολισμός –που εδώ που τα λέμε δε θα έπρεπε να μας αφορά– διαφέρει απ’ το δικό μας. Ε, και; Παραμένει άνθρωπος και πιθανότατα και πολύ ωραίος από μέσα προς τα έξω, γιατί να τον υποβάλλουμε (έστω κι έμμεσα) να σκεφτεί πως μπορεί «να κάνει ό,τι θέλει στο κρεβάτι του αλλά ως εκεί»; Γιατί να του βάλουμε ταμπέλα και πλαίσια; Από πού κι ως πού να κάνουμε τους δικαστές;
Το όλο πρόβλημα του ρατσισμού έγκειται στο ότι όχι μόνο περιμένουμε απ’ τους άλλους να είναι όπως εμείς, αλλά και να δρουν όπως εμείς, να πιστεύουν ό,τι εμείς, να ‘ναι ακριβώς σαν εμάς σε πράγματα, αξίες και γνωρίσματα που ακόμα κι εμείς δεν τα επιλέξαμε. Όλα αυτά είναι τόσο τυχαία που είναι τουλάχιστον αστείο, αν το καλοσκεφτείς.
Δεν ξέρω αν επέλεξε κανείς να γεννηθεί στην Ελλάδα, εγώ πάντως σίγουρα δεν ερωτήθηκα. Δεν ξέρω αν διάλεξε κανείς να ‘ναι ψηλός ή βραχύσωμος, μελαχρινός ή ξανθός. Δεν ξέρω αν γίνεται να επιλέξει κανείς ποιον θα ερωτευτεί, αν θα ‘ναι άντρας ή γυναίκα, ομόθρησκος ή αλλοεθνής. Ο έρωτας δεν κάνει διακρίσεις κι ίσως αυτό να ‘ναι ένα απ’ τα πιο σπουδαία του γνωρίσματα. Ο έρωτας έρχεται και σε κάνει να βλέπεις τις ομοιότητες κι όχι τις διαφορές. Σε φέρνει κοντά στον άλλο. Ίσως θα μας ευνοούσε να ερωτευόμασταν το διαφορετικό, το ξένο. Ίσως έτσι αλλάζαμε τον τρόπο σκέψης και την κοσμοθεωρία μας. Ως τότε, όμως, αρκεί πού και πού να μπαίνουμε στη θέση του άλλου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη