Ίσως έχει τύχει να γνωρίσεις κάποιον, να σου φανεί συμπαθέστατος κι έπειτα να ανακαλύψεις πως αυτός ο άνθρωπος κάνει παρέα με κάποιον που όχι μόνο αδυνατείς να συμπαθήσεις, αλλά και μόνο η θωριά του σου προκαλεί δυσφορία. Μην ανησυχείς, δεν είσαι μόνος. Είτε το παραδεχόμαστε ανοιχτά είτε όχι, αυτό είναι πολύ πιο κοινότυπο απ’ ό,τι πιστεύουμε.
Βλέπεις, πολλές φορές κρατάμε παρέες γιατί «πήγαμε μαζί σχολείο», γιατί «γνωριζόμαστε από πάντα», γιατί «είναι συνάδελφος». Μπορεί να μην έχουμε απολύτως κανένα κοινό μαζί τους, μπορεί να ‘ναι ακόμα και κακή επιρροή ή τοξικοί για μας, αλλά για διάφορους λόγους δεν ξεκόβουμε. Κρατάμε επαφή και κάπως έτσι φτάνουμε σε εκείνη τη στιγμή που μια νέα μας κοινωνική επαφή θα γνωρίσει αυτόν τον φίλο μας και θα σκεφτεί το προφανές: «Σοβαρά τώρα, πώς κάνουν αυτοί οι δύο παρέα;».
Έτσι κι εμείς, μπαίνουμε σε μια παρέα κάποιου που συμπαθούμε, ο ένας μας κάνει, ο άλλος μας είναι ανεκτός κι ίσως υπάρχει αυτός ο ένας αντιπαθητικός τύπος που κάνει τα σωθικά μας να στροβιλίζονται. Γελάει και θέλουμε να του σπάσουμε τα δόντια, μιλάει και ψάχνουμε να βρούμε τη σίγαση, περπατάει κι ονειρευόμαστε να γκρεμοτσακίζεται -απλά, καθημερινά πράγματα, δηλαδή.
Αυτός ο τύπος δεν είναι φίλος μας, ακόμα κι αν προσπαθήσαμε μετά κόπων και βασάνων να του φερθούμε φιλικά. Σφίξαμε τα δόντια και χαμογελάσαμε με κάτι που είπε και μας εκνεύρισε, δαγκωθήκαμε και κρατήσαμε την άποψή μας για εμάς για να μην έρθουμε σε αντιπαράθεση, αλλά κάποια στιγμή το παραδεχτήκαμε στους εαυτούς μας: Ο φίλος του φίλου μας μάς είναι αχώνευτος, γιατί να καταπιεζόμαστε;
Ως ώριμοι άνθρωποι –αγνοήστε τον ροζ χνουδωτό μονόκερο στα κλειδιά μου– θα πρέπει να το χειριστούμε λογικά κι ευγενικά. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορούμε να πούμε στον κοινό μας φίλο «Τι το κάνεις παρέα αυτό το φύκι;» ή να ρωτήσουμε «Στα πόσα γαριδάκια κέρδισες το στόκεμον;». Όσο ελκυστική κι αν είναι η σκέψη, αυτός ο αυθορμητισμός μόνο μπελάδες μπορεί να φέρει. Μπορεί και να τον βρήκε σε μια «τυχερή σακούλα» –γιατί όλοι ξέρουμε πως τα δώρα σ’ αυτές τις βλακείες ήταν το ένα χειρότερο απ’ το άλλο–, όμως το να τον κρατήσει ήταν επιλογή του κι οφείλουμε να τη σεβαστούμε.
Δεν είναι ανάγκη να καταπιεζόμαστε και να συνυπάρχουμε με κάποιον που δεν αντέχουμε, για χάρη του κοινού μας φίλου. Καλύτερα να ‘μαστε ειλικρινείς. Πες στον φίλο σου ότι ο άλλος δε σου είναι συμπαθής κι ανάφερε τους λόγους. Ίσως εκπλαγείς μαθαίνοντας πως δε διαφέρει η άποψή του απ’ τη δική σου, αλλά συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους κάνουν παρέα. Καμιά φορά δυο άνθρωποι που έχουν μοιραστεί πολλά με την πάροδο του χρόνου διατηρούν επαφές ακόμα κι αν δεν έχουν πια κανένα κοινό.
Εξήγησε πως προτιμάς να βρίσκεστε χωρίς το τρίτο πρόσωπο κι όταν αυτό δεν είναι εφικτό μπορείς είτε να απέχεις απ’ τη συνάντηση είτε να παρευρίσκεσαι αγνοώντας τον τρίτο που αντιπαθείς -σίγουρα μπορείς να κάτσεις με κάποιον άλλο και να πεις δυο κουβέντες. Μην τρελαίνεσαι και μην το κάνεις μεγάλη υπόθεση. Κανείς δεν αρέσει σε όλους, ούτε καν ο Σάκης Ρουβάς, γι’ αυτό χαλάρωσε. Κάνε εκεί το κομμάτι σου, πέρνα καλά και μη χολοσκάς για το αν είναι εκεί και το τι κάνει ο τύπος που σιχαίνεσαι. Σε μία τελική, μπορεί κι ο άλλος να μη μας πάει μία, θα ‘πρεπε να μας νοιάζει;
Δεν είναι κακό να μη γουστάρεις κάποιον. Είναι, όμως, άσχημο να φέρνουμε τον κοινό μας φίλο σε δύσκολη θέση με κάποιο διαπληκτισμό ή με κανένα ανόητο τελεσίγραφο σαν αυτά που δίναμε στο δημοτικό, τύπου «Μην του ξαναμιλήσεις γιατί δε θα σ’ έχω φίλο» και χτυπούσαμε το πόδι. Καθένας μπορεί να κάνει παρέα με όποιον θέλει κι αυτό έχει εφαρμογή και στις δύο πλευρές. Σου επιτρέπει να μην έχεις πολλά-πολλά με κάποιον που δε χωνεύεις κι επιτρέπει στον άνθρωπο που ‘ναι στη μέση να μη χρειάζεται να επιλέξει με το στανιό μία απ’ τις δύο πλευρές.
Ναι, ο φίλος του φίλου μας δεν είναι πάντα το καλύτερό μας. Καμιά φορά είναι η τιμωρία μας για κάτι που κάναμε σε προηγούμενη ζωή μας. Τι να γίνει, όμως; Δε διαλέγουμε εμείς τα χαρτιά που θα μας μοιράσουν. Κάνουμε μονάχα ό,τι μπορούμε για να ‘χουμε ένα ωραίο παιχνίδι, είτε κερδίζοντας είτε χάνοντας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη