Τρία χρόνια. Πώς πέρασαν έτσι, μου λες; Εγώ ακόμα θυμάμαι που είχα χωρίσει κι έκλαιγα στην ποδιά σου. Πόσο ήμουν; 18; 20; Ακόμα θυμάμαι να γυρνάω σπίτι και να μυρίζω το φαγητό που μας έφτιαξες. Πόσο νόστιμα ήταν όλα, μαμά!
Τώρα γυρνάω στο δικό μου σπίτι και με περιμένει το δικό μου φαγητό, ο δικός μου άνθρωπος, τα γατιά μου κι εσύ με κοιτάς απ’ τις φωτογραφίες. Δε λέω, ωραία είσαι, ρε μαμά, αλλά δεν έχω άνθρωπο να τσακωθώ όπως μαζί σου. Να φωνάζει η καθεμία τα δικά της, να κοροϊδέψουμε λίγο η μία την άλλη κι έπειτα να κάτσουμε παρέα στον καναπέ και να γελάμε. Ίσα να φύγει η ένταση, ίσα να πούμε με τον δικό μας τρόπο «σ’ αγαπώ». Τώρα η ένταση φεύγει με λίγο κλάμα -συχνά και στα κρυφά.
Δεν είναι πως καταπιέζομαι συστηματικά να μην κλαίω, είναι που μου έρχεται σε ανύποπτο χρόνο. Δεν μπορείς να κλάψεις στο γραφείο γιατί ο πελάτης έχει γεννηθεί την ίδια ημερομηνία με τη μαμά σου. Δεν έχει νόημα. Τουλάχιστον όχι για τους άλλους. Για ‘μένα έχει. Μια χαρά νόημα έχει. Αυτός είναι ζωντανός και έχει την πολυτέλεια να σκάει και να θυμώνει για μικροπράγματα, ενώ εσύ δεν μπορείς καν να μου βάλεις τις φωνές για το ακατάστατο δωμάτιό μου. Ακόμα κι αν τις έβαζες, δηλαδή, απ’ τον άλλο κόσμο, μήτε θα σ’ άκουγα μήτε θα σ’ απαντούσα, κι έτσι δε θα ‘χε πλάκα. Ούτε για ‘σένα ούτε για ‘μένα.
Αυτό που λένε όταν χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο ότι, δήθεν, όσο περνάει ο καιρός πονάει λιγότερο, παίζει να είναι και μπούρδα, στο λέω. Παίζει να με κορόιδεψαν, μαμά, και δεν είσαι εδώ να αναλάβεις. Βασικά, δε νομίζω πως πονάει λιγότερο. Πονάει το ίδιο. Απλά συνηθίζεις να ζεις με τον πόνο, με την απουσία, με το «αν ήταν εδώ θα…» και τις αναμνήσεις. Κι όλα βαίνουν καλώς, ώσπου να συμβεί κάτι και να σου ρίξουν αλάτι στην πληγή. Να, σαν τον τύπο που είχε γεννηθεί την ίδια μέρα με ‘σένα, αλλά φερόταν λίγο σαν μαλάκας. Στα έλεγα εγώ ότι η γενιά σου είναι προβληματική, αλλά δε με άκουγες.
Ξεροκέφαλη ως το τέλος. Τέτοια ήσουν. Αξιολάτρευτα ξεροκέφαλη. Πεισματάρα κι εγωίστρια. Μα και τόσο μεγάλη καρδιά! Δεν ξέρω αν χάλασες ποτέ χατίρι σε κάποιον. Δεν ξέρω αν αρνήθηκες ποτέ να βοηθήσεις. Αν κι ειλικρινά, θα προτιμούσα να το έκανες και καμιά φορά. Έτσι, για να είσαι εσύ πρώτα καλά και μετά οι άλλοι. Κι ας ξέρω πως αυτό δε θα ήσουν εσύ.
Θα προτιμούσα να ήσουν εδώ, βέβαια, να τα λέμε και να διαφωνούμε. Να τα αφήνουμε στην άκρη και να με κρατάς αγκαλιά, να με ρωτάς αν θα μεγαλώσω ποτέ και «τι τις θέλω τις αγκαλιές και τα χάδια κοτζάμ γαϊδούρα». Μωρέ, κάτι ήξερα εγώ που ήμουν «μαμάκιας». Γέμιζα αγάπη τις μπαταρίες μου για τα χρόνια που θα μου λείπεις. Τα είδες τώρα; Ποιος είχε δίκιο πάλι;
Κάπου διάβασα πρόσφατα ότι η θλίψη μετά τον χαμό ενός αγαπημένου προσώπου είναι σαν μια τεράστια μπάλα σε ένα δωμάτιο με ένα κουμπί που προκαλεί πόνο. Στην αρχή η μπάλα γεμίζει το δωμάτιο και το κουμπί πιέζεται συνεχώς. Όσο περνά ο χρόνος η μπάλα μικραίνει και το κουμπί πιέζεται όλο και λιγότερο μέχρι να μην πιέζεται καθόλου. Βρήκα τον παραλληλισμό πολύ έξυπνο, αλλά ανησυχώ λίγο μήπως η δική μου μπάλα είναι μονίμως στον όγκο και δε γουστάρει να συρρικνωθεί ή μήπως ερωτεύτηκε το κουμπί και δίνουν πόνο ερωτοτροπώντας. Ποιος ξέρει; Μπορεί απλά να έχω μια σαδίστρια μπάλα.
Όμως το θέμα είναι πως δεν παύει να πονάει. Ζω με αυτό. Με τρώει και με φθείρει αν και πού και πού κάνω πως το νικάω. Κάποιες μάχες τις κερδίζω, άλλες τις χάνω. Μα δε θέλω να συνηθίσω να χάνω. Θέλω να μην πονάω. Αυτό θα ήθελες κι εσύ για ‘μένα -το ξέρω. Κάθε φορά που χάνω σε ακούω να λες «εγώ δεν έκανα παιδιά για να κλαίνε», όπως τότε που μυξόκλαιγα για βλακείες. Κι ύστερα λέω κι εγώ –έτσι καλά δασκαλεμένη– ότι η μαμά μου με έκανε για καλύτερα και συνεχίζω. Τα αναζητώ αυτά τα «καλύτερα», τα κυνηγάω, τα διεκδικώ.
Ελπίζω να ‘σαι σε μια γωνιά για να τα βλέπεις. Κι αν τα βλέπεις όλα, να ξέρεις πως οι ακατάστατοι άνθρωποι είναι πιο ευφυείς, αλλά υπόσχομαι να συμμαζέψω το Σάββατο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη