«Γίνεται να μην είμαι ερωτευμένος;» λες στους φίλους σου μα κατά βάθος αναρωτιέσαι κι εσύ. Σκέφτεσαι τον άνθρωπο που έχεις επιλέξει κι αναγνωρίζεις κάθε θετικό του χαρακτηριστικό. Τ’ απαριθμείς ένα προς ένα και δε σου ξεφύγει κανένα του προτέρημα. Σίγουρα ο σύντροφός σου είναι μια πολύ σωστή επιλογή, ίσως η καλύτερη επιλογή που έχεις κάνει τον τελευταίο καιρό. Γι’ αυτό παλεύεις με τόση δύναμη να σε πείσεις ότι είσαι κι ερωτευμένος.
Κάνεις ό, τι κάνουν οι ερωτευμένοι. Χειρονομίες, δώρα, εξόδους. Λες ό, τι θα έλεγε οποιοσδήποτε σε μια σχέση και πιθανώς να τα εννοείς γιατί κανείς δεν μπορεί να σε κατηγορήσει ότι δεν εκτιμάς το ταίρι σου. Συμπεριφέρεσαι όπως θα ήθελε κανείς να συμπεριφέρεται το άλλο του μισό και σίγουρα σου αρέσει να είσαι κοντά του. Στην πραγματικότητα όμως, απλά ψυχαναγκάζεσαι να νιώσεις ερωτευμένος κι η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει.
Θα τ’ ομολογήσεις κι εσύ σε μια κρίση ειλικρίνειας ή πλήρους επίγνωσης πως η σπίθα δεν ήταν εκεί απ’ την αρχή. Ίσως με λίγο αλκοόλ, ίσως συγκρίνοντας το νυν ταίρι με κάποια παλιά καψούρα. Αυτό το μαγικό «κλικ» που όλοι επικαλούνται ως κινητήριο δύναμη για το ειδύλλιό τους, δεν ήχησε στη δική σας περίπτωση κι ας το θέλησες. Προσπάθησες να το κάνεις να δουλέψει, σε έπεισες πως έχεις μια ωραία σχέση μ’ έναν ωραίο άνθρωπο και δεν είχες άδικο. Θα ήταν τέλεια αν ήσουν στ’ αλήθεια ερωτευμένος, αλλά κανένας έρωτας δε γίνεται με το στανιό.
Δεν είσαι εσύ ο ελαττωματικός όμως, μη φοβάσαι. Όλοι είμαστε λίγο-πολύ. Βλέπεις, οι περισσότεροι πέσαμε κάποια στιγμή στην παγίδα του «έρωτα με το ζόρι» όντας είτε στη μια πλευρά, είτε στην άλλη.
Απ’ τη μια, ο ένας ψυχαναγκάζεται να «νιώθει» ερωτευμένος κι ο άλλος απολαμβάνει μια πλασματική ευτυχία. Μπορεί ο δεύτερος να μην αντιλαμβάνεται καν πως το πραγματικό συναίσθημα λείπει ή μπορεί να έχει όλη την καλή διάθεση να προσφέρει το δικό του συναίσθημα σε μια ανόητη απόπειρα να καλύψει και τα δύο μέρη. Σίγουρα θα έχεις ακούσει το «θ’ αγαπώ εγώ και για τους δύο» σαν φράση απόλυτης αυταπάρνησης και ρομαντισμού. Αυτό, φίλε μου, είναι ο ορισμός της οικειοθελούς θυματοποίησης. Αυτό κάνουμε όταν δεχόμαστε το «λίγο» του άλλου. Του φοράμε τα ρούχα του θύτη κι υποκρινόμαστε την «δεσποσύνη εν κινδύνω» -εξάλλου οι «δεσποσύνες» κερδίζουν τη συμπόνια των άλλων. Τι, όχι;
Έλα τώρα, μη γελιέσαι. Εδώ δεν υπάρχουν θύτες και θύματα. Υπάρχουν μόνο δύο άνθρωποι δεκτικοί στο να συνυπάρχουν ερωτικά ακόμα κι αν ο έρωτας αυτός καθ’ αυτός δεν είναι αμφίδρομος ή ισόποσος ή και παρών ακόμα-ακόμα. Υπάρχουν απλά δύο άνθρωποι που δέχονται ο ένας να υποκριθεί κι ο άλλος να εθελοτυφλεί για να ξεγελάσουν τις μοναξιές τους, για ν’ απολαύσουν κάτι λιγότερο σύνθετο από έναν ανικανοποίητο ή έναν παράλογο και παράφορο έρωτα. Υπάρχουν δύο άνθρωποι που παίζουν ένα παιχνίδι δικής τους εφεύρεσης, κατασκευασμένο έτσι ώστε να πληγωθούν κι οι δύο– κι ας πιστεύουν το αντίθετο.
Αναπόφευκτα ο «υποκριτής του έρωτα», ελλείψει συναισθήματος θα φέρει στο τραπέζι τις τύψεις και τις ενοχές του. Θα νιώσει ανεπαρκής, θα πει εκείνο το κλισεδιάρικο πια «δε φταις εσύ, εγώ φταίω» κι -έτσι για την ειρωνεία- από τη σκοπιά του θα ευσταθεί, γιατί αισθάνεται όντως υπαίτιος που δεν μπορεί να νιώσει περισσότερα. Κι ο άλλος θα πάρει τον αμέσως επόμενο διαθέσιμο ρόλο· αυτόν του πληγωμένου -ασχέτως αν κι οι δύο βγαίνουν από την ίδια σχέση εξ ίσου απογοητευμένοι.
Όταν ο έρωτας ψυχαναγκάζεται, η σχέση είναι καταδικασμένη από τα γεννοφάσκια της. Θα το τραβήξουμε όσο πάει γιατί κανείς μας δε θέλει να ξεβολεύεται από μια σχέση. Θα υποκριθούμε μια ευτυχία πρώτα σ’ εμάς κι έπειτα στους γύρω μας. Θα φτιάξουμε μια χρυσή φυλακή και θα εγκλωβιστούμε εκεί κι οι δύο. Ο ένας θα νιώθει ανεπαρκής κι ο άλλος ριγμένος. Ο ένας θα φοβάται πως είναι ανίκανος ν’ αγαπήσει κι ο άλλος πως είναι ανίκανος να αγαπηθεί. Στην πραγματικότητα, θα είμαστε όλοι ανίκανοι να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, μα η αλήθεια έχει πάντα τον τρόπο της να φανερώνεται.
Αργά ή γρήγορα αυτός ο «κατ’ επίκληση έρωτας» θα σκάσει σαν μπαλόνι στα μούτρα μας. Θα τσούξει, θα μας τρομάξει, μα θα μας επαναφέρει στην πραγματικότητα. Μπορείς να κερδίσεις τον σεβασμό, μπορείς να εμπνεύσεις τον θαυμασμό, αλλά δεν μπορείς να επιβάλλεις τον έρωτα σε κανέναν –ούτε καν στον ίδιο σου τον εαυτό. Να τον υποκριθείς, ναι. Αλλά κανένας ρόλος δεν μπορεί να σε συνοδεύει δίχως να σε κουράσει πρώτα. Όμως, στ’ αλήθεια, δεν είναι καλύτερα να είσαι απ’ το να υποκρίνεσαι;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου