Ήμουν γύρω στα 20 όταν άκουσα μια συνάδελφο να λέει κάτι που μέχρι και σήμερα δυσκολεύομαι να χωνέψω: «Δεν παντρεύεσαι ούτε το πιο παθιασμένο κρεβάτι, ούτε τον πιο μεγάλο σου έρωτα, πάντα είναι κάποιος άλλος». Αυτό που μας εξήγησε ήταν ότι μεγαλώνοντας, επιλέγεις έναν σύντροφο βάσει άλλων κριτηρίων, όχι αποκλειστικά από το πόσο ερωτευμένος είσαι ή πόσο πάθος έχετε. Έτσι, η σχέση συνεχίζει αν όχι από συνήθεια, από θαυμασμό στο πρόσωπο του άλλου.
Για χρόνια απλά δεν μπορούσα να το χωνέψω. Να μείνεις με κάποιον που ο έρωτας είναι στο ντεμί; Να διαιωνίζεις μια σχέση που για τον άλλο δε νιώθεις αυτό το πάθος που σε συνεπαίρνει; Πάω στοίχημα πως αν με διαβάζει τώρα η πρώην συνάδελφος θα γελάει με την καρδιά της και θα έχει δίκιο. Γιατί την απάντηση μου την είχε ήδη δώσει κι όμως εγώ αδυνατούσα να το αντιληφθώ. Ο συνδετικός κρίκος είναι ο θαυμασμός και ξέρεις, ο θαυμασμός έχει πολλές μορφές και διάφορες προεκτάσεις.
Ας πάρουμε το προφανές: ο ερωτευμένος εξιδανικεύει το αντικείμενο του πόθου του, εφευρίσκει λόγους (αν δεν υπάρχουν ήδη) για να το θαυμάζει, να το κοιτά με δέος. Ταυτόχρονα, άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση αναζητούν κάποιον που θα εκλάβουν ως «ανώτερο» γιατί είναι όμορφος, έξυπνος ή πιο πετυχημένος σύμφωνα με τα υποκειμενικά τους κριτήρια –τα οποία συχνά ταυτίζονται με τις κοινωνικές επιταγές- και θα προσκολληθούν σ’ αυτόν βαφτίζοντας τον θαυμασμό τους «έρωτα».
Την ίδια στιγμή, μπορεί να μη θαυμάζουν καν τον συγκεκριμένο άνθρωπο που επιλέγουν ως άτομο, αλλά να τον εξιδανικεύουν τόσο στους γύρω τους όσο και στους ίδιους τους τους εαυτούς για να απολαύσουν ένα αίσθημα αποδοχής από τον περίγυρο και μια ικανοποίηση του «εγώ» τους. Επιλέγουν δηλαδή να μείνουν σε μια σχέση με εκείνον που πληροί τα ζητούμενα κριτήρια και τον θαυμάζουν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ενώ συντηρούν τον ναρκισσισμό τους μέσω αυτής της σχέσης.
Βέβαια, αυτά στην πραγματικότητα δεν είναι μήτε γνήσιος έρωτας μήτε αληθινός θαυμασμός, κι ας υπάρχουν σ’ αφθονία εκεί έξω. Ο αληθινός θαυμασμός βασίζεται στην γνώση του άλλου και στην εξοικείωση ενώ απορρέει από τις αξίες, ικανότητες ή ιδιότητες που κρίνουμε ως σημαντικές. Όπως είναι λογικό μπορείς να θαυμάσεις έναν καλλιτέχνη για το έργο του ή έναν δάσκαλο για τις γνώσεις του, αρκεί να εκτεθείς σ’ αυτά. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορείς να θαυμάσεις κάποιον για τον άμεμπτο χαρακτήρα του, για την στοργικότητά του, για την ειλικρίνεια ή την αγάπη που προσφέρει.
Και κάπου εδώ αρχίζει η ομορφιά των ανθρώπων και των σχέσεών τους. Με την πάροδο του χρόνου ανακαλύπτεις ότι για σένα έχει σημασία ο άλλος να είναι για παράδειγμα έξυπνος κι ας μην έχει το αθλητικό σώμα που βλέπεις στην τηλεόραση. Τον θαυμάζεις γι’ αυτό, τον εκτιμάς γι’ αυτό. Για σένα έχει πλέον μεγαλύτερη αξία το να μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, να μπορείς να μάθεις πράγματα απ’ αυτόν. Αυτός ο θαυμασμός που δημιουργείται φέρνει στη σχέση σας ένα γερό θεμέλιο για την ίδια σας τη σχέση. Δημιουργεί έναν δεσμό πολύ πιο υγιή από μια καψούρα ή μια σχέση που το πάθος κυριαρχεί αλλά αφήνει αμφότερους καθημαγμένους.
Ο θαυμασμός σας ως καρπός μιας αμοιβαίας εκτίμησης και αμφίπλευρης γνώσης δύναται να σας διατηρήσει μαζί πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον έρωτα. Όχι επειδή ο έρωτας είναι εφήμερος, αλλά γιατί όσο ωριμάζεις αναθεωρείς κι όσο αναθεωρείς, τόσο ωριμάζεις. Από ένα σημείο και μετά γοητεύεσαι από μια υγιή σχέση χωρίς παροξυσμούς πολύ περισσότερο απ’ ότι θα σε ενέπνεε η εξάρτηση από κάποιον. Ακόμα κι αν το αίσθημα δεν είναι τόσο καθηλωτικό και απόλυτο γιατί δεν κυριεύεται από το πάθος και την άλογη δράση του, δε νιώθεις συμβιβασμένος ή αδικημένος, τουναντίον.
Μέσα από τον θαυμασμό που τρέφεις για τον άλλο –ιδίως όταν αυτός πηγάζει από την εκτίμηση σημαντικών για μας και υπαρκτών αξιών– κατορθώνεις να θωρακίσεις τη σχέση στον χρόνο ακόμα κι αν δεν «έκοψες φλέβα» για τον άλλο στην αρχή. Λοιπόν, αυτό μου θυμίζει μια ατάκα από ταινία της Ράντου: «δεν έχει σημασία για ποιον θα χάσεις τη ζωή σου, αλλά για ποιον αξίζει να ζεις». Μπορεί κάποιος να σε έκανε κάποτε να αγγίξεις την τρέλα, αλλά η ηρεμία, η εκτίμηση κι ο θαυμασμός σε ένα πρόσωπο καταφέρνουν να γοητεύουν διαχρονικά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου