Ας το παραδεχτούμε, ο αστείος τύπος κερδίζει το κορίτσι μόνο στα αμερικάνικα sitcoms. Εμείς οι «καθημερινοί» αστείοι τύποι βιώνουμε ένα δικό μας αγώνα που σχεδόν κανείς δεν ξέρει. Ως καραγκιοζάκια της διπλανής πόρτας, προκαλούμε το γέλιο αβίαστα και με χαρά, όμως στο τέλος της μέρας, εκτός από τον τίτλο του κωμικού, μοιάζει να μην κερδίζουμε και πολλά. Εντάξει, είμαστε σίγουρα αγαπητοί. Σίγουρα όλοι μας θέλουν για καφέ ή ποτάκι αλλά κάπου βαθιά μέσα μας, αυτό δε φτάνει.
Δε θα θέλαμε, ωστόσο, να πάψουμε να είμαστε αστείοι. Λίγο γιατί κι εμείς το απολαμβάνουμε και λίγο από ανασφάλεια μην τυχόν και πάψουμε να είμαστε αρεστοί χωρίς το χιούμορ μας, η αστεία μας πλευρά υπερισχύει. Μέρα με τη μέρα, τη χρησιμοποιούμε όλο και περισσότερο. Εδώ που τα λέμε, το χιούμορ συχνά σε ξελασπώνει από αμήχανες στιγμές ή μια τεταμένη ατμόσφαιρα. Και έπειτα –πριν καλά-καλά το καταλάβουμε– ταυτιζόμαστε απ’ αυτό μας το γνώρισμα. Γινόμαστε ο αστείος τύπος και κάπου εκεί, η ειρωνεία είναι σε όλο της το μεγαλείο τόσο ξεκαρδιστική όσο ένα ανέκδοτο που κανείς δεν περιμένει το τέλος.
Τι να λέμε; Το funny girl είχε επιτυχία το ’68 με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ, εμείς οι υπόλοιποι απλοί αλλά αστείοι θνητοί προσπαθούμε ακόμα κι όταν μιλάμε σοβαρά να πείσουμε τον κόσμο γι’ αυτό. Επιπλέον, έχουμε ακούσει έστω και μια φορά το «έλα, πες κάτι αστείο» λες κι είμαστε τζουκ μποξ που του ρίχνουν κέρμα. Σοβαρά τώρα; Να κάνουμε τους γελωτοποιούς και κατά παραγγελία; Τι είμαστε οι stand-up comedians της παρέας; Αν είναι έτσι να χρεώνουμε και είσοδο όταν μαζευόμαστε γιατί έχουμε κι έξοδα, παιδιά.
Όμως η χειρότερη φάση έρχεται όταν οι γκόμενοι που γουστάρουμε μας βλέπουν σαν τα φιλαράκια τους. Για του λόγου το αληθές, η πρώτη στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι το λατρεμένο σου χιούμορ σου έχει στήσει παγίδα, είναι όταν ακούς απ’ αυτόν που ποθείς όπως η βάφλα το παγωτό, να λέει «είσαι τόσο αστείo παιδί, δε σε μπορώ». Μάλιστα. Τζάμπα οι προετοιμασίες. Τζάμπα οι ώρες που έχασες σκεπτόμενος τι να βάλεις, τζάμπα όλα. Τζάμπα και τα αστεία που είπες για να σπάσεις τον πάγο. Δεν τον άφηνες εκεί με τον πάγο καλύτερα; Λες να μην ήξερε η Κέιτ Γουίνσλετ στον Τιτανικό που άφησε τον Ντι Κάπριο να ξεροσταλιασει στους πάγους;
Κι άντε για τις γυναίκες μπορεί να θεωρηθεί και «χαριτωμένο» το άφθονο χιούμορ. Οι αστείοι άντρες όμως μάλλον θα νιώσουν friendzoned ξανά και ξανά. Θα ακούσουν εκείνο το «τι αστείος που είσαι» όπου το χάχανο που ακολουθεί το νιώθουν σαν μαχαιριά στον εγωισμό τους. Αυτό το γέλιο, σύμφωνα με έρευνες, το ακούν με σόναρ τα δελφίνια και γελάνε γιατί ξέρουν πως δεν ξεφεύγεις εύκολα από τον τίτλο «φιλαράκι». Εκείνες τις στιγμές παρακαλάς άλλο κακό να μη σε βρει ενώ ταυτόχρονα θες να δώσεις σ’ όποιον είπε ότι με το χιούμορ μπορείς να ρίξεις όποιον θες το παράσημο της ανοιχτής παλάμης –και πρώτα στον εαυτό σου που το πίστεψες.
Βέβαια, η πιο ανομολόγητη δύσκολη πτυχή στο να είσαι ο αστείος της παρέας είναι ότι από ένα σημείο και μετά το να είσαι ο χωρατατζής σου γίνεται θηλιά στο λαιμό. Οι άλλοι σε αναγνωρίζουν από το χαμόγελο και τις πλάκες σου. Σε κοιτούν και σκέφτονται πόσο εύχαρος είσαι. Ίσως να είσαι για όλους η πηγή της χαράς. Ίσως όμως ταυτόχρονα να θάβεις την πικρία σου σε κάποιο αστείο. Να διαστέλλεις το γέλιο σου για να κρύψεις μερικά δάκρυα. Η εικόνα του αστείου, χαρούμενου τύπου γίνεται τις δύσκολες στιγμές ζωνάρι που σε σφίγγει. Ίσως απλά να μη θες να δείξεις τι σε πληγώνει και πόσο, ή μπορεί και να έχεις βρει αυτόν τον τρόπο για να διαχειρίζεσαι ό,τι σε βασανίζει. Δεν είναι κακό αν μάθεις να το χρησιμοποιείς. Κάθε άλλο.
Ακόμα κι αν περνάμε μερικές σκοτεινές στιγμές, ακόμα κι αν τις περνάμε λίγο πιο μοναχικά απ’ότι άλλες, το χιούμορ μας είναι το φως μας. Βασικά, είναι το φως για όσους μας περιβάλλουν. Είναι εκείνη η λαμπρή στιγμή που είπαμε ή κάναμε κάτι και το πρόσωπο κάποιου φωτίστηκε. Το χιούμορ μας, οι βλακείες και τα καραγκιοζιλίκια μας, είναι όλα εκείνα που θα διηγούμαστε σαν χαρούμενες στιγμές. Ακόμα κι αν έχει ένα κάποιο αντίτιμο δεν υπάρχει λόγος να μην το έχουμε σαν παράσημο. Είμαστε οι αστείοι τύποι της παρέας. Είμαστε εκείνοι που θα διασκεδάσουμε τον κόσμο κι ας είναι αυτό η καταδίκη μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου