Ανοίγεις το ψυγείο και βγάζεις το γιαούρτι, βάζεις από πάνω το γλυκό βύσσινο που φτιάξατε το προηγούμενο Σάββατο στο χωριό και σκέφτεσαι να φτιάξεις μια ομελέτα φούρνου -φυσικά με τα φρέσκα αβγά που κουβάλησες. Ίσως και μια χορτόπιτα να την συνοδεύει. Και την Κυριακή; Την Κυριακή θα έχει κοτόπουλο κρασάτο με χυλοπίτες. Το έφτιαχνε η γιαγιά, τώρα το φτιάχνεις κι εσύ. Είχες-δεν είχες οι γαστρονομικές σου επιλογές τιμούν την ιδιαίτερη πατρίδα σου. Τιμούν τις ρίζες και τις αναμνήσεις σου. Τιμούν όσα κι όσους σε μεγάλωσαν χωρίς υπερβολές, χωρίς πομπώδεις λέξεις. Απλά και ταπεινά, αλλά ταυτόχρονα με άφθονο συναίσθημα και μπόλικη νοσταλγία.
Γιατί απ’ το στομάχι δεν περνάει μόνο ο έρωτας, αλλά και κάθε συναίσθημα. Περνούν μέχρι κι οι θύμησες, οι αναμνήσεις· περνούν και μένουν. Κάπου εκεί, ανάμεσα στο στομάχι και το υπογάστριο, έχω βάσιμες υποψίες πως φωλιάζουν οι πιο γλυκές μας αναμνήσεις. Συνδέονται με γεύσεις, αρώματα, ανθρώπους και μένουν εκεί για πάντα. Με το κατάλληλο ερέθισμα ξετρυπώνουν και μας γυρνούν πίσω στο χρόνο, πίσω στις ομορφότερες στιγμές μας. Γυρνάμε στα καλοκαίρια που περάσαμε στο χωριό, στα ματωμένα γόνατα, στα γεμάτα χώματα ρούχα. Γυρνάμε στο δεκατιανό της γιαγιάς που είχε ψωμί, βούτυρο, ζάχαρη και μπόλικη αγάπη. Στα φρέσκα φρούτα που τρώγαμε κάτω απ’ το δέντρο, γιατί εκεί ήταν η γλύκα, μετά σαν να έφευγε.
Ξέρεις, βέβαια, το χωριό μας μάς έδωσε πολλά περισσότερα από μερικά αβγά, λίγες τομάτες και μερικά φρούτα. Μας έδωσε ωραία χρόνια, μας έδωσε λίγη παράδοση κι άφθονα χαμόγελα. Μας έδωσε φίλους, οικογένεια και γνώριμα πρόσωπα. Μας έκανε να λέμε «θείο» κάποιον που δεν είχαμε καμία σχέση εκτός απ’ το ότι ήταν μεγαλύτερος και συγχωριανός μας ή συγγενής του φίλου μας. Μας έδωσε ανθρώπους και συναισθήματα, μας γαλούχησε μ’ έναν δικό του τρόπο· αυτόν της ελευθερίας.
Μπορεί το χωριό να γέμιζε ζωή κυρίως τα καλοκαίρια, μπορεί και να μη γεμίζει πια, μπορεί να ερημώνει γιατί οι δουλειές –όσες υπάρχουν, δηλαδή– είναι στις μεγαλουπόλεις, όμως μια πόλη συχνά είναι απρόσωπη. Δεν έχεις πάντα τον κυρ Τάκη στο καφενείο να σε κερνάει λουκουμάκι, δεν έχεις τη «θεία» Βαγγελιώ να σου φέρνει τομάτες απ’ το μποστάνι της και γλυκές φράουλες σαν έρθει η εποχή τους. Δεν έχεις όλες αυτές τις μικρές μα σπουδαίες στιγμές που σε διαμορφώνουν κι όσο δεν τις έχεις τόσο τις πεθυμάς αν τις έχεις ζήσει.
Τόσο θες να γυρίσεις πίσω, έστω και για λίγο, να ησυχάσει το κεφάλι σου απ’ τη βουή της πόλης, να απλώσεις το βλέμμα σου στο πράσινο που εκτείνεται απ’ το παράθυρό σου και το βράδυ να μείνεις έξω μέχρι αργά να χαζέψεις τα αστέρια. Γιατί τ’ αστέρια στο χωριό δεν κάνουν τις ντροπές που κάνουν σαν τα κοιτάς απ’ την πόλη· βγαίνουν όλα και λάμπουν. Σου λένε κοίτα με κι ονειρέψου. Σου λένε να γίνεις πάλι παιδί και να ψάξεις να βρεις το πεφταστέρι για να κάνεις μια ευχή. Τι θα ευχηθείς, αλήθεια; Μήπως να γυρνούσες το χρόνο πίσω και να τα ξαναζούσες όλα αυτά;
Τους λουκουμάδες στη θάλασσα που πηγαίνατε με τους γονείς σου και τις δίπλες της γιαγιάς με το μέλι και τα καρύδια. Τη βανίλια υποβρύχιο στο καφενείο, το πανηγύρι στην κεντρική πλατεία που μάζευε κόσμο κι απ’ τα γύρω χωριά, τη νόστιμη γουρουνοπούλα και τους φίλους που τρέχατε και παίζατε σε χωράφια και σε δρόμους. Τα γνώριμα μέρη που μοιάζουν να μένουν εκεί αιώνια να σε περιμένουν να γυρίσεις για να νιώσεις οικεία, να νιώσεις ασφάλεια κι αυτό το πολυπόθητο «ανήκειν». Τον πρώτο σου έρωτα στα μάτια της Στελλίτσας ή του Κωστάκη που κάνατε παρέα σαν παιδιά κι έμοιαζε το ομορφότερο θέαμα κι ας μην το βλέπεις έτσι πια.
Μεγαλώσατε κι αλλάξατε. Άλλαξε λίγο και το χωριό, άλλαξε κι ο κόσμος του. Συνεχίσατε όλοι τις ζωές σας, κάποιοι μακριά από αυτό, κάποιοι σ’ αυτό. Όλοι, όμως, έχουν κρατήσει κάτι από εκείνο το χωριό που έζησαν τα παιδικά τους χρόνια. Εκείνο το χωριό που κουβαλούν όπου πηγαίνουν γιατί τους διαμόρφωσε, τους ανέθρεψε, τους δίδαξε.
Οι ιδιαίτερες πατρίδες μας, τα χωριά ή οι πόλεις που καταγόμαστε, έχουν πάντα μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας. Είναι κάτι πολύ δικό μας και δε συγκρίνεται με τίποτα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη