Ετοιμάζεσαι να βγεις, επιλέγεις τι θα φορέσεις, ντύνεσαι, ίσως φτιάχνεις τα μαλλιά σου, -ίσως και όχι, δεν έχει σημασία!- όμως ενδόμυχα σίγουρα λαχταράς μόλις είσαι έτοιμος να ακούσεις απ’ τον σύντροφό σου ένα όμορφο, θετικό σχόλιο για το πώς φαίνεσαι. Αν βέβαια αντί για κομπλιμέντο ακούσεις κάτι τύπου «αυτό θα φορέσεις τελικά;» ακόμα κι αν πρόκειται για ανασφάλεια του άλλου χωρίς να υποβόσκει κάποια επικριτική στάση ή ανάγκη να σε χειριστεί ή να σε ελέγξει, νιώθεις θυμό· σαν να σε έχουν προσβάλει ή απορρίψει έμμεσα. Αυτό ακριβώς το συναίσθημα επιστεγάζει όλο το παράδοξο των ερωτικών σχέσεων: θέλουμε να είμαστε ανεξάρτητοι –για παράδειγμα, θα βγούμε χωρίς το ταίρι μας- μα ταυτόχρονα εξαρτόμαστε από τους ερωτικούς μας συντρόφους –μας νοιάζει πολύ η άποψή τους και επηρεάζει το πώς νιώθουμε ή βλέπουμε τους εαυτούς μας.
Όσο γραφικό κι αν φαίνεται, αυτό το παράδοξο δεν εμφανίστηκε από το πουθενά σε μια ερωτική σχέση αλλά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης που μας ακολουθεί από την παιδική μας ηλικία. Πρόκειται για τη θεωρία της «ασφαλούς βάσης» όπως την περιέγραψε πρώτη η Mary Ainsworth το 1970. Θέλουμε να γνωρίσουμε τον κόσμο, να αποκτήσουμε νέες εμπειρίες όμως για να βρούμε το θάρρος να το κάνουμε χρειαζόμαστε κάποιον που όταν τα πράγματα δεν εξελιχθούν όπως ελπίζαμε να μπορεί να μειώσει το άγχος και τον φόβο μας.
Ας σκεφτούμε ένα παιδί που επιστρέφει στον γονιό του κλαίγοντας γιατί έχασε την μπάλα του ή έπεσε και χτύπησε. Ο γονιός μπορεί να επιλέξει το πώς θα προσεγγίσει το ζήτημα και σίγουρα αυτό θα έχει αντίκτυπο στο πώς αντιλαμβάνεται το παιδί τον κόσμο, όμως αναμφίβολα η βέλτιστη πρακτική θα είναι να αναγνωρίσει τον πόνο του, να του εξασφαλίσει ένα ασφαλές περιβάλλον για να εκφραστεί ο θυμός ή η θλίψη του και να το παρηγορήσει. Αυτό ακριβώς αναζητάμε και ως ενήλικες από τους ερωτικούς μας συντρόφους: να μας προσφέρουν την κατάλληλη στήριξη κι ασφάλεια όταν για εμάς υπάρχει ανάγκη. Αυτή η προσδοκία που έχουμε από τους σημαντικούς για μας ανθρώπους όταν δεν εκπληρώνεται γίνεται ο λόγος που οι σχέσεις λήγουν άδοξα.
Ας φανταστούμε δυο ανθρώπους που γνωρίζονται σήμερα και ταιριάζουν. Ξεκινούν να είναι μαζί, τα πάνε καλά, κάποια στιγμή ένας από τους δύο ας πούμε πως χάνει τη δουλειά του αλλά το βλέπει σαν ευκαιρία να κυνηγήσει το όνειρό του αντί να βιαστεί να βρει μια άλλη ίδια εργασία στην οποία νιώθει τελματωμένος. Ο άλλος -πολύ πιο ρεαλιστής- ίσως το δει ανώριμο και προσπαθήσει να τον πιέσει προς τη σιγουριά του «πεπατημένου» βιοπορισμού γεγονός που θα κάνει τον πρώτο να νιώσει εκτεθειμένος. Ή μπορεί να το πάρει σαν μια δική του προσωπική πρόκληση και να αρχίσει να εμπλέκεται στη ζωή του άλλου πολύ περισσότερο απ’ το επιθυμητό δημιουργώντας στον άλλο ένα αίσθημα καταπίεσης. Είναι ακόμα πιθανό το δεύτερο μέλος να αρχίσει να συμπεριφέρεται πιο απόμακρα γιατί έχει ταυτίσει την έλλειψη εργασίας με μη αποδεκτές συμπεριφορές με τις οποίες είχε έρθει αντιμέτωπος κατά το παρελθόν φέρνοντας στη σχέση του αποξένωση κι απογοήτευση.
Σ’ όλες αυτές τις δυνητικές αντιδράσεις δημιουργείται το δίπολο ανεξαρτησίας και εξάρτησης. Πότε θέλουμε περισσότερη ελευθερία και πότε περισσότερη στήριξη; Ανάλογα με τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας μα και τις συγκυρίες, η συνταγή αλλάζει. Όταν και τα δύο άτομα έχουν προσδοκίες που δε συναντιούνται, αν δεν εκφράσουν ανοιχτά τους φόβους, τις ανάγκες και το παρασκήνιο πίσω από την οπτική τους, αναπόφευκτα ο δεσμός θα σπάσει ακόμα κι αν η ίδια η κατάσταση δεν είναι πραγματικά ένα αδιέξοδο αλλά ένα εμπόδιο. Σίγουρα, έτσι είναι η ζωή, όμως το ερώτημα που παραμένει είναι «γιατί;».
Το προφανές είναι πως καθένα μέρος μιας σχέσης μπήκε σε αυτήν με τα δικά του βιώματα και τραύματα, άρα αυτά επηρεάζουν τον ίδιο τον δεσμό τόσο εκ προοιμίου όσο και στη συνέχεια. Μόλις συνδεθούμε στενά με κάποιον σχηματίζουμε με αυτόν μια νέα ξεχωριστή οντότητα. Έρευνες αποδεικνύουν ότι ο σύντροφός μας ρυθμίζει την αρτηριακή μας πίεση, τον καρδιακό μας ρυθμό, την αναπνοή μας και το επίπεδο των ορμονών στο αίμα μας. Η έμφαση της ανεξαρτησίας στις σχέσεις ενηλίκων δεν έχει γερές βάσεις από βιολογική άποψη καθώς κάθε σχέση απαιτεί ενός είδους εξάρτησης σε κάποιο επίπεδο, όμως όταν η εξάρτηση υπερβαίνει άλλα χαρακτηριστικά της σχέσης, για παράδειγμα αυτό της εμπιστοσύνης, το άγχος αυξάνεται και τα προβλήματα υπερνικούν.
Σύμφωνα με την ψυχολόγο Brooke Feeney από το Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon, η ανεξαρτησία προάγεται μέσω της αποδοχής της εξάρτησης ενός συντρόφου ή αγαπημένου προσώπου. Με απλά λόγια, χρειάζεται να αποδεχτούμε ότι εξαρτόμαστε συναισθηματικά από τους σημαντικούς άλλους γύρω μας κι ότι μας επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά ώστε να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε υγιείς σχέσεις με αυτούς (και τους εαυτούς μας) ώστε να επενδύσουμε στην ανεξαρτησία μας. Το ζητούμενο για να ξεπεραστεί το παράδοξο των ερωτικών σχέσεων μεταξύ ανεξαρτησίας κι εξάρτησης είναι τόσο να εξελιχτούμε οι ίδιοι αλλά και να σχετιζόμαστε με συντρόφους «ασφαλείς βάσεις». Δηλαδή άτομα που ενθαρρύνουν, δείχνουν ενδιαφέρον, υποστηρίζουν και είναι συναισθηματικά διαθέσιμοι σε στιγμές ανάγκης.
Το παράδοξο των ερωτικών σχέσεων μεταξύ εξάρτησης κι ανεξαρτησίας ίσως φαντάζει σαν να θέλουμε «και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» όμως δεν είναι έτσι ακριβώς. Για μένα είναι σαν να θες να ρίξεις ένα δυνατό χαστούκι σε όλον εκείνο τον εγωισμό που σου φούσκωσαν και να του πεις «μαζί με κάποιον μπορώ να πετύχω και να νιώσω περισσότερα απ’ όσα μπορώ μόνο με το εγώ μου». Είναι σαν να παραδέχεσαι ότι δε θες να είσαι μόνος, αλλά με έναν άνθρωπο που είναι τόσο διατεθειμένος να σου κρατήσει το χέρι και να πορευθεί πλάι σου όσο είσαι κι εσύ.
Σήμερα, φοβόμαστε να πούμε ή ακόμα και να δείξουμε ότι νιώθουμε εξαρτημένοι από τον σύντροφό μας λες κι έχει κάποια ρετσινιά, ενώ είναι απολύτως φυσιολογικό, απολύτως αναμενόμενο και θεμιτό. Μα γιατί να κάνεις σχέση με κάποιον αν δεν είσαι δεμένος μαζί του; Αν δε σε απασχολεί η ευτυχία του όσο σε απασχολεί η δική σου; Η εξάρτηση από τον σύντροφό μας δε θα έπρεπε να νοείται ως ταφόπλακα στην ελευθερία ή στην προσωπικότητά μας αλλά ως μια νέα δυναμική στις ζωές μας, ως ένα καύσιμο για να διανύσουμε μίλια ή να εκτοξευτούμε στα αστέρια. Εδώ που τα λέμε, το παράδοξο μεταξύ ανεξαρτησίας κι εξάρτησης στις ερωτικές σχέσεις δε θα ήταν δα και τόσο παράδοξο αν ήμασταν πιο ειλικρινείς με τους εαυτούς μας και λιγότερο φοβισμένοι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου