Αν την πρωτιά της κλισεδιάς κατέχει η Ελληνίδα μάνα με την περιβόητη ζακέτα της, τότε σίγουρα ακολουθεί το κλασικό «τίποτα» στην ερώτηση αν έχεις κάτι. Κορίτσια, πρέπει να το παραδεχτούμε ότι εμείς ξεκινήσαμε αυτήν τη μάστιγα και τώρα σιγά-σιγά κολλάμε και τους άντρες!
Η συνταγή γνωστή: μούτρα σφουγγαρίστρα, λίγη εσάνς ξινίλας, απογοήτευση στο βλέμμα και το γνωστό επιφώνημα να πνίγει το χώρο και το έτερον ήμισυ. Αν και δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία, εικάζουμε πως αυτή η συμπεριφορά αριθμεί αρκετούς αιώνες μέχρι σήμερα και θα διαρκέσει για άλλους τόσους.
Δεν είναι ότι περάσαμε από κάποια σεμινάρια επίλυσης προβλημάτων για σχέσεις και μας υπέδειξαν ότι αυτό είναι το πρώτο βήμα για να λύσουμε τα όποια θέματα μας απασχολούν, αλλά για κάποιο λόγο τυγχάνει όντως να είναι το πρώτο βήμα για τη γνωστή σε όλους μουρμούρα! Λες και δεν μπορούμε να μπούμε κατευθείαν στο ψητό κι αυτός ο βασανιστικός –πολλές φορές– πρόλογος είναι αναγκαίος.
Βεβαίως αυτή η συμπεριφορά που απολαμβάνει τόση μεγάλη επιτυχία κρύβει ένα βαθύτερο νόημα μέσα της παρά την παιδική, θα λέγαμε, χαζομάρα της το οποίο δεν είναι άλλο απ’ την προσοχή που αποζητάει ο δράστης της. Βλέπεις αν το ταίρι σου δεν απαντήσει ευθέως θα πρέπει να ασχοληθείς περαιτέρω κι αυτό γίνεται πολύ εύκολα με την απάντηση-παγίδα «τίποτα». Αντιθέτως, αν σου έδινε την αιτία του εκνευρισμού στο πιάτο δε θα είχε τόση νοστιμιά κι έρωτας δίχως νάζια, ως γνωστόν, δεν έχει την ίδια γλύκα!
Είναι όμορφο, βρε παιδί μου, αυτό το παιχνίδι. Ότι κάποιος νοιάζεται πραγματικά και δεν κάνει μια επιφανειακή ερώτηση ρουτίνας που ανεξαρτήτως απάντησης θα είχε την ίδια αντίδραση. Που ναι, μας πιλατεύει λίγο παραπάνω γιατί όντως θέλει να μάθει τι στο καλό έχουμε και τι μας βασανίζει. Και καταντάει να είναι ένα ακόμα γραφικό αστειάκι που διατηρεί όμως κάποια γοητεία.
Το «τίποτα» είναι μία παιδιάστικη συμπεριφορά που κρύβει αγάπη. Είναι μια έκκληση προσοχής και μια μορφή επιβεβαίωσης. Αλλά όλα τα πράγματα έχουν κι ένα όριο. Ένα όριο που τα καθιστά μη αποδεκτά εφόσον κάποιος το ξεπεράσει. Το πολύ το «Κύριε ελέησον» το βαριέται κι ο παπάς, λέει ο σοφός λαός. Με απόλυτο δίκιο και χωρίς υπερβολή.
Δεν μπορείς, χρυσή μου, να τον σκας τον άνθρωπο μέχρι να βγάλει φλύκταινες για να του πεις τι δε σου άρεσε στη συμπεριφορά του. Ούτε εσύ αγαπητέ να της προκαλείς περίοδο πριν την ώρα της γιατί αποφάσισες να πάρεις τον όρκο της σιωπής. Έλα λίγο να σοβαρευόμαστε. Όλοι έχουμε υπερβεί τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ λογικής και παραλόγου, αστείου και κακόγουστης φάρσας κι είναι κάτι το πολύ ανθρώπινο. Η επαναφορά όμως στα πλαίσια της λογικής είναι κάτι το αναγκαίο για την ομαλότητα των πραγμάτων.
Δε χρειάζεται να εξαντληθεί η υπομονή ή η διάθεση του συνομιλητή μας που ενδιαφέρεται για μας κι από το «Πες μου αγαπούλα μου» να περάσουμε στο «Άει στον κόρακα» σε χρόνο dt. Και κάπου εδώ η γοητεία αυτής της κινηματογραφικής ατάκας λαμβάνει τέλος.
Είναι πολύ ωραίο να το βλέπεις σε μία ρομαντική κομεντί, να είναι ένα κλασικό ανέκδοτο ή ένα όμορφο αλλά σύντομο νάζι αλλά μέχρι εκεί. Ας αφήσουμε λοιπόν τα γεμάτα νόημα και ερωτηματικά «τίποτα» κι ας δώσουμε ξεκάθαρα μηνύματα για καλύτερα αποτελέσματα!
Επιμέλεια Κειμένου Έλενας Αργύρη: Πωλίνα Πανέρη