Μάθημα οδήγησης, ημέρα πρώτη:

Κάθεσαι στ’αριστερά μου.
Σου πάει αυτή η μεριά, δεν το’ χα προσέξει ως τώρα.
Το τιμόνι μπροστά σου, η ηλιοπροστασία να καλύπτει το καθρέφτη, μετατρέποντας το χρώμα των ματιών σου σε κάτι από ανεξερεύνητο κοραλένιο νησί του Ινδικού και τη γραμμή στο χαμόγελό σου, σαν βουνοκορφή απ’το Rivendell.

”Συγκεντρώσου λέμε!”, η εσωτερική φωνή πάει να γίνει εξωτερική.

‘«Είσαι έτοιμη; Θα το πάρουμε χαλαρά σήμερα, δε χρειάζεται να γίνεις Σουμάχερ απο τη πρώτη βδομάδα, χαχα!».
Γέλα κι’άλλο σε παρακαλώ.

‘«Πάντα είμαι έτοιμη», καταραμένη εσωτερική φωνή παράτα με ήσυχη!

Αρχίζεις τη παράδοση.
Ανάθεμα και αν συγκράτησα τίποτα.
Φρένο, ταχύτητες, γκάζι, επιτάχυνση.
Τα μάτια μου έχουν συγχρονιστεί με το πάνω-κάτω των χειλιών σου και το κάθισμα αρχίζει να βουλιάζει σα να ‘ναι στρώμα νερού.
Είναι και τρίθυρο το άτιμο και μας φέρνει πιο κοντά.
Κάτι λες για την αμόλυβδη και ακουμπάς το ένα σου χέρι στο τιμόνι.
Αυτή η κίνηση τρύπησε το στρώμα και ‘γω βούλιαξα μέσα του για το υπόλοιπο της μέρας.
Και της νύχτας.

Μάθημα οδήγησης, ημέρα δεύτερη:

Προσπάθησα απελπισμένα το προηγούμενο βράδυ να διαβάσω δεξιά και αριστερά τα βασικά περί μηχανολογικών αυτοκινήτου.
Τα παράτησα στο πρώτο δεκάλεπτο.
Έκανα ότι θεραπεία ομορφιάς κυκλοφορεί στα μαγαζιά, ξεπάτωσα την αποτριχωτική και παστώθηκα με αρωματικά λάδια.
Η λεβάντα λένε είναι διεγερτική.

‘«Σήμερα θα πιάσουμε τιμόνι! Η πρώτη σου βόλτα, πώς αισθάνεσαι;»

«Φοβάμαι λίγο, αλλά υποθέτω είναι φυσιολογικό σωστά;». η εξωτερική ανέραστη φωνή.

«Αισθάνομαι υπέροχα, δε φοβάμαι γιατί θα είσαι εσύ εδώ. Μόλις τελειώσουμε, θα με πας εσύ μια βόλτα σε κείνο το μυστηριώδες μέρος που μου λες εδώ και μήνες; Eσύ και εγώ.», η εσωτερική φωνή.

«Δε μ’ενδιαφέρει το τιμόνι, εσύ μ’ενδιαφέρεις, φτάνουν οι αφορμές, πάμε πάνω στο σπίτι καλύτερα;»
H ακόμα πιο εσωτερική.

Και εκεί ανάμεσα στις φωνές, αλλάξαμε θέσεις.
Στα δεξιά αυτή τη φορά.
Όπου και αν κάτσεις τελικά είσαι το ίδιο προκλητικός.
Κάθε γωνία σου και κάθε εκπνοή θα με κάνει τη χειρότερη μαθήτριά σου, να το ξέρεις.
Πιάνω το τιμόνι, δεξί χέρι στο λεβιέ και ακόμα πιο κοντά στο σκούρο παντελόνι σου.
Αυτό φορούσες και χθες ή ζω σε παραλλήρημα χρόνου;
Και γι’αυτό εσύ φταις, τι πας και βάζεις τα μαθήματα καπάκι το ένα δίπλα στο άλλο;
H’ μήπως σχεδιάζεις κάτι;
Βάζω μπρος και η επιτάχυνση κοντεύει να τινάξει τη βελόνα του κοντέρ στον αέρα.

Μάθημα οδήγησης, ημέρα τρίτη:

Δεν πάει άλλο. Το αποφάσισα.
Εκεί στη δεξιόστροφη τιμονιά θα σου το ξεφουρνίσω και ό,τι γίνει.
Σε θέλω, εσένα, το σκούρο σου παντελόνι, το χέρι που ακουμπά στο τιμόνι, τα χείλη που πνίγουν την εσωτερική μου φωνή. Ά
σε τα μαθήματα στην άκρη και πάμε πάνω.
Και στο τρίθυρο κατσαρολάκι σου, όπου γουστάρεις, πάρε με αγκαλιά και ας μείνουμε εκεί όλο το βράδυ με τρεις εξόδους διαφυγής. Στο υπόσχομαι, δε θα χρησιμοποιήσω καμιά.

‘«Νομίζω σου βάζω δέκα με τόνο! Εσύ μωρό μου είσαι έτοιμη για μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις και πολλά ζιγκ ζαγκ! Βρε μπας και οδηγούσες στη προηγούμενη ζωή σου;’»
Γελάκι πονηρό, που προκάλεσε εφίδρωση πέμπτου βαθμού και ορμονική διαταραχή.
Αυτό το «μωρό μου», ήταν μιας βδομάδας έρωτας εν απουσία βαρύτητας.

«Το βράδυ έρχεσαι σπίτι για ευχαριστήριο δείπνο και άλλες διαδρομές!»
Κατάφαση, ούτε καν ερώτηση.
Ναι, η εσωτερική φωνή γίνεται εξωτερική και μαζί της ο οισοφάγος μου κοντεύει να εκτοξευτεί απ’την ταραχή.

Μάθημα οδήγησης, ημέρα τρίτη, στα τελευταία δευτερόλεπτα:

«Στα αριστερά μου σε έχω καλύτερα.
Φοράς και αυτό το κόκκινο, κολλητό παντελονάκι, με ‘κείνη τη λεβάντα απο χθές, να μου λιώνει τα εγκεφελικά μου κύτταρα και περιμένεις από μένα να κρατηθώ μέχρι το βράδυ;
Τελείωσαν τα ιπποτικά και οι τίτλοι ευγενείας μωρό μου, τρεις μέρες τώρα έχω καταντήσει ο δάσκαλος της συμφοράς.
Άσε το τιμόνι και πάμε για τις δικές μας πίστες.
Εσύ είσαι το δείπνο μου και μαζί και το πρωινομεσημεριανό μου.»
Είπε και κόλλησε τα χείλη του πάνω μου.

Δεν του είπα ποτέ, ότι έχω δίπλωμα οδήγησης εδώ και πέντε χρόνια.
Παράτησα απλώς το τιμόνι.