Ήταν τότε που βρισκόσουν σε μία περίεργη φάση, μόνος, απομονωμένος από όλους κι όλα, κάπου χαμένος σε δικές σου σκέψεις. Κι ενώ όλα ακολουθούσαν την κλασική αδιάφορη ρουτίνα, εμφανίστηκε στη ζωή σου εκείνο το πρόσωπο.
Αμέσως, σχεδόν, ένιωσες μια οικειότητα. Βρέθηκε εκείνη τη στιγμή που όλοι οι άλλοι απουσίαζαν. Ξαφνικά κι εντελώς απροσδόκητα οι μέρες γινόντουσαν όλο και περισσότερο ενδιαφέρουσες, γέμισαν νόημα. Είχε να κάνει με την ποιότητα της επικοινωνίας; Μπορεί. Το βέβαιο είναι πως μπορούσατε να μιλάτε με τις ώρες, φιλοσοφώντας, λύνοντας ή και (γιατί όχι;) δημιουργώντας προβλήματα.
Ήταν πάντα εκεί έμπρακτα και σε στήριζε στους προβληματισμούς σου, στα θέματα που προέκυπταν και σε κρατούσαν στάσιμο. Υποστηρικτής και συμπαραστάτης με όλη την έννοια των όρων. Προσάρμοζε το πρόγραμμά του στις επιθυμίες σου και στις ανάγκες σου χωρίς δισταγμό -σαν ένα κουτάβι που μανιασμένα κουνάει την ουρά του δηλώνοντας την αφοσίωσή του. Σε κοιτούσε στα μάτια κι έλιωνε, κι αυτό σε γέμιζε με την προσοχή που χρειαζόσουν τη δεδομένη στιγμή. Σύντομα σε εξιδανίκευσε. Όλο αυτό σε γοήτευσε, πίστεψες πως ήσουν ερωτευμένος.
Παρ’ όλα αυτά, σχετικά γρήγορα συνειδητοποίησες ότι όλα αυτά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας έντονος αλλά απλός ενθουσιασμός. Το τόσο δυνατό ενδιαφέρον του άλλου άρχισε να σε κουράζει. Ωστόσο, προσπάθησες πολύ να κρατήσεις το μεταξύ σας, φοβούμενος τη μοναξιά. Ανησυχούσες πως αφήνοντάς το να φύγει, θα επέστρεφες στην ανιαρή σου ρουτίνα, στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα. Επέλεξες την πρόσκαιρη ευχαρίστηση και την σιγουριά που σου χάρισε κάτι που εξαρχής φαινόταν τελειωμένο.
Ένας άλλος λόγος που επέλεξες να σας δώσεις κι άλλες ευκαιρίες ήταν γιατί ήθελες να σε προστατεύσεις. Ήθελες να ‘σαι βέβαιος για τα συναισθήματά σου, πως η όποια απόφαση ήταν πλήρως συνειδητή, αποφεύγοντας, έτσι, να πληγωθείς. Και, κακά τα ψέματα, είχε γίνει πια συνήθεια. Πώς να αφήσεις το σίγουρο, να ξεβολευτείς, για την πιθανότητα να βρεις κάτι που πράγματι θα σε γέμιζε; Έγινες όσα κορόιδευες.
Μέχρι που αποφάσισες, τελικά, να απομακρύνεις εκείνο το πρόσωπο, και γιατί ήθελες κάτι πιο δυνατό αλλά και γιατί δεν ήταν δίκαιο για εκείνο να ζει σε ένα ψέμα. Ντρεπόσουν πολύ κι αναρωτιόσουν πώς έπρεπε να πράξεις. Αν ήταν σωστός ο χωρισμός ή όχι. Πώς θα το ‘παιρνε; Γιατί δεν το έκανες νωρίτερα; Τώρα είχε πια δεθεί. Άρχισες, λοιπόν, να προσπαθείς να τον κάνεις να σε απομυθοποιήσει. Άρχισες να φέρεσαι αλλόκοτα, να μην απαντάς γρήγορα, να παραπονιέσαι, να αρνείσαι εξόδους με διάφορες προφάσεις -γελοίες και μη. Όμως δεν κατάφερες πολλά.
Εκείνος ο άνθρωπος, που προσπαθούσες εμμέσως να διώξεις, συνέχιζε τις τρυφεράδες, τα δώρα και τις εκδηλώσεις αγάπης, σε επετείους και μη. Κι εσύ συνέχιζες να αισθάνεσαι πως όλα αυτά ήταν περιττά. Δε σου άξιζαν. Ήξερες ότι το έκανε από αγάπη, μέσα απ’ την καρδιά του, τον έβλεπες χαρούμενο έτσι, αλλά δεν μπορούσες να το ευχαριστηθείς. Ένιωθες τύψεις, δεν άξιζε τέτοια κοροϊδία. Δεν ήξερες τι ήταν καλύτερο για ‘κείνον τη δεδομένη στιγμή.
Παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλες τις παραξενιές σου και τις υπερβολές σου, εξακολουθούσε να επιμένει και να υπομένει. Δεν τον πτοούσε τίποτα -αντιθέτως, συνέχιζε να κάνει σχέδια μακροπρόθεσμα. Έτσι, λοιπόν, πήρες τη μεγάλη απόφαση. Ένα ηλιόλουστο απόγευμα, ύστερα από αρκετό καιρό, ζήτησες να βρεθείτε. Προσπάθησες να εξηγήσεις, μα δεν μπορούσε να καταλάβει. Του στέρησες το όνειρο και το ξέρεις καλά, μα –έστω και στην παράταση– επέλεξες να ‘σαι ειλικρινής απέναντί του. Πλέον θα μπορούσε να βρει το πρόσωπο εκείνο που θα του αφιερωνόταν εξίσου, κάποιον που θα του άξιζε.
Φέρθηκες εγωιστικά, εκμεταλλεύτηκες καταστάσεις, χρησιμοποίησες έναν άνθρωπο για να καλύψεις τα κενά σου και μόνο περηφάνια δεν αισθάνεσαι γι’ αυτό. Μα στάθηκε δίπλα σου όταν το είχες πιο πολύ ανάγκη και τον ευχαριστείς γι’ αυτό.
«Κι αν έχουμε χαθεί, σ’ αγαπώ ακόμη κι ελπίζω να ‘σαι καλά και να ‘χεις βρει τα πατήματά σου.»
Αφιερωμένο σ’ έναν παλιό, καλό μου, φίλο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη