Από κάποια ηλικία και μετά, εκεί γύρω στα 30+, οι περισσότεροι έχουμε κατασταλάξει στη «φυλή» των ανθρώπων που θέλουμε να έχουμε πάρε-δώσε, με ποιους ταιριάζουμε και με ποιους όχι, στον τρόπο διασκέδασης που μας ικανοποιεί, στη μουσική που αγαπάμε, στα βιβλία που θα επιλέξουμε να διαβάσουμε, στις ταινίες που θα δούμε τουλάχιστον τρεις φορές την καθεμιά συνειδητά ή στο απόλυτο τίποτα κοιτώντας το ταβάνι, όταν είναι απαραίτητο.
Οπότε, θεωρητικά, γνωρίζοντας καλύτερα εμάς, φιλτράρουμε καλύτερα και πιο γρήγορα τα πάντα γύρω μας. Από ανθρώπους μέχρι τίτλους βιβλίων. Καθότι εκτός απ’ το φιλτράρισμα αυτό καθαυτό, έχει βελτιωθεί κι η ταχύτητα με την οποία γίνεται, με αποτέλεσμα εκεί που θα χρειαζόμασταν 1-2 μήνες για να αποφασίσουμε αν μας αρέσει ένα υποψήφιο μελλοντικό ταίρι, τώρα μέσα σε μισή ωρίτσα είμαστε σε θέση να καταλάβουμε –τουλάχιστον– αν θέλουμε να το ξαναδούμε ή όχι. Εντάξει, δεν είμαστε κι απόλυτοι, γιατί η ζωή μας επιτρέπει να κάνουμε και λάθη. Επιλογές τις ονομάζει. Κι εμείς είμαστε τα αφεντικά των δικών μας επιλογών και πράξεων.
Ας πούμε, λοιπόν, πως είμαστε στο μαγαζί που παίζει τη μουσική που γουστάρουμε, πίνοντας το ποτό που αποφασίσαμε να μας κάνει αλκοολικούς. Κι εκεί που έχουμε πιάσει ψιλή κουβέντα με το κολλητάρι περί κοινωνικού σχολιασμού γνωστών κι αγνώστων, γελώντας γοερά σε σημείο να μην μπορούμε να πάρουμε ανάσα κοπανώντας τα χέρια σαν φώκιες μονάχους-μονάχους, βλέπουμε να έρχεται και να θρονιάζεται δίπλα μας ένα «πλάσμα».
Ο καθένας κι η καθεμιά όπως θεωρεί το ωραίο, καρντάσια, καθώς εδώ ισχύει το «πάρε τα μάτια μου και δες τον» -όχι, μη φαντάζεστε kinky σκηνές και δεσίματα, σας εκλιπαρώ, ακόμη δεν αρχίσαμε! Το «πλάσμα» αυτό, λοιπόν, μας κοιτάει όλο νόημα, μειδιάζοντας και με λάγνο βλέμμα. Είναι επίσης έτοιμο να μπει στην ομάδα: «Θέλω να γίνω κι εγώ φώκια». Και σκεφτόμαστε: «Να τσιμπήσω; Να μην τσιμπήσω;», «Να δώσω πάσα; Να μη δώσω πάσα;», «Κι αν μου κάτσει;». Όπα με τα σεξουαλικά μυαλά σας, ρε παιδιά! Μην είστε πονηροί! Για πνευματική σύμπνοια μιλάμε. Αμάν πια, δηλαδή!
Γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως θα συμφωνήσουμε, δε φτάνει μόνο η εξωτερική «πλασματικότητα» του πλάσματος τούτου, αν δεν μπορούμε να σταυρώσουμε δυο λέξεις της προκοπής που να βγάζουν νόημα. Άμα πετάει ο καθένας το δικό του χαρταετό, βράσε όρυζα, που λένε και στο χωριό μου. Δηλαδή, αν κάνει να μας επιστέψει την πάσα κανένα λεπτό, το ‘χει χάσει το παιχνίδι κι οφείλουμε να του το πούμε, να μην παιδεύεται τζάμπα.
Και το κάνουμε το απονενοημένο διάβημα και λέμε μια κουβέντα και λέει δυο και ξαναλέμε εμείς και πάει λέγοντας -και το κολλητάρι έχει πάρει γραμμή τι γίνεται κι αποχωρεί διακριτικά πηγαίνοντας να κάτσει κοντά στον «κάπελα με το κρασί», περιμένοντας να δει αν θα μας κράξει σε λίγο, επειδή τζάμπα πίνει μοναχό, ή αν θα μαζεύει τον υπέρμετρο ενθουσιασμό μας για να μην πάθουμε πάλι καμιά νίλα.
Ξεκινάει, λοιπόν, η κουβέντα και μέσα στα πρώτα δεκαπέντε λεπτά κάνουμε αναγνωριστικές ερωτήσεις για να δούμε αν παίζουμε στο ίδιο γήπεδο κι αν θα πάμε στην παράταση. Ξεκινάμε την κουβέντα με light πράγματα μεν, υψίστης σημασίας δε. Συνεννοούμαστε; Εκπέμπουμε στα ίδια μήκη κύματος; Μουσική; Χόμπι; Ταιριάζουν έστω λίγο οι δισκοθήκες μας κι οι βιβλιοθήκες μας; Υπάρχει χημεία; Κοιτάμε πάντα τι βγάζουν τα μάτια (εκτός από φωτιές), αν οι ατάκες έχουν την ταχύτητα του φωτός ή αν τελικά θα υψώσουμε το φωτόσπαθο ως εχθρική κίνηση και θα πάμε κι εμείς κοντά στον «κάπελα με το κρασί», για να μας κράξει το φιλικό μας alter ego.
Και κάπου εκεί, στο επόμενο τέταρτο, ή που θα έχουμε νιώσει οικεία, το χιούμορ θα κάνει πάλι το θαύμα του και θα νομίζουμε πως γνωριζόμασταν από προχθές το λιγότερο ή που θα τσεκάρουμε στο Google τι καιρό θα κάνει την επόμενη μέρα για να πάμε για ψάρεμα!
Και κάπως έτσι, έχουμε περάσει μια γρήγορη ακτινογραφία το δόλιο το «πλάσμα» κι ίσως κι αυτό εμάς. Αρκεί να ξεκινήσει η κουβέντα. Γιατί με τη μουγκαμάρα δεν πάμε μπροστά, πρέπει να το ξέρουμε! Κι είτε καταλήξουμε να βλέπουμε πού θα έχει ξαστεριά και ποιες παραλίες προσφέρονται για ψαροντούφεκο είτε κάνουμε σχέδια για τον καφέ που κανονίσαμε να πιούμε σε δυο μέρες, το μόνο σίγουρο είναι πως δώσαμε μια ευκαιρία σε μας και σε κάποιον άγνωστο άνθρωπο που τράβηξε την προσοχή μας να επικοινωνήσουμε. Έστω για λίγο. Και πού ξέρετε τελικά! Ίσως να είμαστε τυχεροί και ν’ ανήκουμε στην ίδια «φυλή»!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη