Βρισκόμαστε σε μία διαρκή προσπάθεια να φτιάξουμε τη ζωή μας, την καθημερινότητά μας, τα επαγελλματικά μας, τα ερωτικά μας, τα φιλικά μας και όλα αυτά τα «εις μας» που μάς περιβάλλουν και τα οποία θέλουμε να φέρουμε όσο πιο πολύ στα μέτρα μας γίνεται. Δεχόμαστε νέους ανθρώπους στη ζωή μας, απορρίπτουμε άλλους που ήδη υπάρχουν σ’ αυτήν, ψάχνουμε πάντα για την καλύτερη δουλειά με βάση τις οικονομικές αποδοχές και γενικά ανακατεύουμε την τράπουλα του βίου μας πολλές φορές ανάλογα με τη φάση που περνάμε.
Προσπαθώντας να καταλήξουμε στα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για όλα τα παραπάνω -κι όχι μόνο- υπάρχουν εκείνες οι φόρες που ενώ βλέπουμε το δέντρο χάνουμε το δάσος. Λάθη γίνονται από όλες τις μεριές, αλλά είτε δε μας βολεύει να τα παραδεχτούμε είτε ακόμη κι αν τα παραδεχτούμε προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τους εαυτούς μας πως εμείς υποπέσαμε σε αυτά γιατί κάποιος άλλος έκανε κάτι που έφερε ως αντίδραση το δικό μας λάθος. Κι αυτά συμβαίνουν σε σχέσεις όλων των μορφών.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε πιο ειδικά για τέτοιες συμπεριφορές συναντώνται πολύ μέσα στους έγγαμους βίους. Ειδικά αυτών που η ρουτίνα, η συνήθεια και τα παιδιά κατάφεραν να σκεπάσουν συναισθήματα που κάποτε φάνταζαν θεόρατα. Η προσπάθεια να καταφέρουν δύο άνθρωποι να μεγαλώσουν άλλους ανθρώπους, να μπορέσουν να επιβιώσουν σ’ αυτή τη ζούγκλα που λέγεται ζωή αλλά κι η δυνατότητα να διατηρήσουν ο καθένας από αυτούς τη δική τους ταυτότητα, ως άνθρωποι, είναι πολλές φορές αντικρουόμενα «συμφέροντα». Κι ας έμοιαζαν όλα τόσο έντονα και δυνατά στις αρχές. Με το πέρασμα του χρόνου είναι λες κι ο άνθρωπος που διαλέξαμε «βιτρίνα της ζωής μας» είναι ένας ξένος, ένας άλλος, κάποιος που σχεδόν δεν αναγνωρίζουμε.
Έρχεται όμως μία μοναδική στιγμή που συνειδητοποιούμε πως δύο χέρια χτυπάνε παλαμάκια. Ότι η δράση φέρνει αντίδραση κι όλα αυτά είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Δεν υπάρχει «φταίω εγώ» ή «φταις εσύ». Υπάρχει «φταίμε». Κι όταν αυτό γίνει ξεκάθαρο κι απόλυτα αποδεκτό κι από τους δύο τότε έχει δοθεί, ήδη, η μισή λύση στο πρόβλημα. Συνήθως μετά από συνταρακτικά γεγονότα είναι που καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό είναι αυτό το άλλο μας ολόκληρο που μας κάνει μοναδικούς, γιατί αναλόγως με το τι πάστας άνθρωπο θα επιλέξουμε να πορευτούμε παρακάτω, στο προσωπικό μας μονοπάτι, θα έχουμε και τα αντίστοιχα αποτελέσματα στο μοναδικό, για τον καθένα, παζλ της ζωής μας.
Η διαδικασία που θα ακολουθήσουμε έχει να κάνει -και πάλι- αποκλειστικά με τη χημεία μας. Με ‘κείνα τα συναισθήματα που ναι μεν θαφτήκανε αλλά με λίγη προσπάθεια μπορούνε να δούνε και πάλι φως. Είναι η ποιότητα της αγάπης μας που θα μάς δώσει το σήμα για το αν μπορούμε να συνεχίσουμε ή να πάρουμε διαφορετικούς δρόμους. Κι είναι το χτυποκάρδι που νιώθουμε όταν διαπιστώσουμε πως αν πάθαινε κάτι αυτός ο άνθρωπος θα διαλυόμασταν κι εμείς κυριολεκτικά.
Στο ερώτημα αν ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα η απάντησή μου είναι πως του διαλύει το ταμ-τι-ρι-ριμ. Όμως τα δυνατά συναισθήματα, η απόλυτη έννοια του «σε δέχομαι όπως είσαι χωρίς να θέλω να σε αλλάξω γιατί αυτό γούσταρα από την αρχή σε σένα», ο παράφορος έρωτας που υποβόσκει μετονομαζόμενος σε βαθιά αγάπη κι η πεποίθηση πως δεν μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς αυτό το -ένα- άτομο είναι τα κλειδιά για να πάμε παρακάτω. Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να μας πει πώς θα προχωρήσουμε. Ακόμα και τα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη θα χρειαστούν χρόνο να ξαναβρούν τα πατήματά τους. Όμως το βέβαιο είναι πως η ανασυγκρότηση έχει ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς.
Δεν υπάρχει ζευγάρι που δεν έχει προβλήματα. Υπάρχουν όμως πολλά ζευγάρια που με την πρώτη δυσκολία τα παρατάνε. Δεν έχει σημασία αν υπάρχουν παιδιά ή όχι. Καμία απολύτως. Υπάρχουν άνθρωποι που επιλέξαμε κι υπάρχουν συναισθήματα που υποβόσκουν σαν αναμμένα κάρβουνα σκεπασμένα με λίγο χώμα όπου, όμως, η φωτιά διακρίνεται ξεκάθαρα. Είναι στο χέρι μας να τιμήσουμε τις επιλογές μας κι είναι προς τιμήν μας να βλέπουμε το δάσος όσο κι αν θέλουν να μας κάνουν να εστιάσουμε στο δέντρο.
Συνηθίζουμε να λέμε πως δε φτάνει μόνο η αγάπη για να επιβιώσουν οι σχέσεις. Μα αν δεν υπάρχει αγάπη δεν επιβιώνουν εκατό τοις εκατό. Οπότε από μόνη της είναι άκυρη η σκέψη αυτή. Φτάνει και παραφτάνει η αγάπη. Απλώς χρειάζεται να τη δείχνουμε, να την εκφράζουμε και να μην τη θεωρούμε δεδομένη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου