Τηλεπάθεια, σύμφωνα με τη θεωρία του πνευματισμού, λέγεται η ικανότητα μεταβίβασης σκέψεων ή και συναισθημάτων μέσω εγκεφάλου ανάμεσα σε δύο άτομα που δε βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Θα συμφωνήσουμε όλοι πως είναι ένα εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο, καθώς επίσης κι εντελώς υποκειμενικό όταν κι αν συμβαίνει. Δεν αποδεικνύεται και δε θεωρείται αξίωμα, ακόμη κι όταν από υπερβολική σιγουριά νομίζουμε ότι εμφανίζεται σε μας.
Για να επιτευχθεί –αν μπορεί– κάτι τέτοιο ή θα χρειαστούν ηλεκτρόδια και πειράματα σε επιστημονικό περιβάλλον, ή θα πρέπει να παραδεχθούμε –χωρίς καμία απόδειξη– πως το να μπει κάποιος μέσα στον εγκέφαλο ή στην ψυχοσύνθεση κάποιου άλλου νοερά και μόνο είναι κάτι πολύ απλό για να συμβεί κι αποδεκτό αβλεπί όταν γίνεται.
Είναι πολύ συνηθισμένο λάθος, αυτό που κάνουμε όλοι, να υποθέτουμε πως ο άνθρωπος που μας ενδιαφέρει μπορεί να τρυπώσει μέσα στο μυαλό μας, να διαβάσει τις σκέψεις μας και να υποθέσει τον χαρακτήρα μας, έτσι, απ’ το πουθενά. Πώς άλλωστε να γίνει αυτό, όταν στις περισσότερες περιπτώσεις εμείς στεκόμαστε αγέρωχοι σαν κορμοί από δέντρα, ανέκφραστοι σαν αγάλματα, παγωμένοι σαν στήλες άλατος, με βλέμμα απλανές και μυστήριο, και δε δίνουμε καμιά βοήθεια στο υποψήφιο ταίρι/φιλαράκι μας να μας γνωρίσει; Χρειάζονται πομπό και δέκτη όλα αυτά τα φαινόμενα και δεν είμαστε όλοι μας συμβατοί ούτε με τη μία ούτε με την άλλη μορφή.
Αυτό το λάθος επεκτείνεται και παραπέρα, αφού θυματοποιούμαστε κι αρχίζουμε να νιώθουμε οι καημένοι της υπόθεσης, όταν μια ενδεχόμενη κατάσταση δεν έχει το αποτέλεσμα που θέλουμε. Αν δε μας πάρει τηλέφωνο, αν αδιαφορήσει παντελώς για τα μηνύματά μας, αν πιστέψουμε ότι μας κεράτωσε ή το έπαιζε σε διπλό ταμπλό, επειδή το είπε κάποιος, ή αν απλώς δεν ξαναβγήκαμε δεύτερη φορά, τότε μπαίνουμε στη διαδικασία να αναρωτηθούμε με κλαυθμούς κι οδυρμούς τι ήταν αυτό που ώθησε τον κακό της υπόθεσης –αυτόν που έχουμε ορίσει εμείς σαν κακό στη δική μας εκδοχή– να προβεί σε μία πράξη που δε μας άξιζε.
Βασική ατάκα όλων μας είναι: «Γιατί σε μένα, αφού είμαι πολύ καλό παιδί!». Και τι θα πει «καλό παιδί»; Και γιατί εμείς να είμαστε πάντα τα καλά παιδιά κι οι άλλοι τα κακά; Και γιατί δεν κάναμε εμείς την προσπάθεια να μπούμε στο μυαλό του άλλου και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι στο καλό συμβαίνει εκεί μέσα; Δύσκολο πράγμα, ε; Ναι, είναι!
Θέλει ολοκληρωτική παραγκώνιση του εγώ μας για να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε αυτά που κρύβονται πίσω από κουβέντες κοφτές κι υπονοούμενα, χωρίς να θυμώσουμε με την προσπάθεια του άλλου να μη γίνει ευάλωτος, όταν εμείς προσπαθούμε απεγνωσμένα να του δώσουμε να καταλάβει πως, στ’ αλήθεια, ενδιαφερόμαστε και δεν είναι όλο αυτό ένα παιχνίδι για μικρά παιδιά.
Χρειάζεται γερό στομάχι ν’ αποκρούεις τις συνεχόμενες απορρίψεις –έμμεσες ή άμεσες– χωρίς να νιώθεις θύμα ή αναξιοπρεπής. Πρέπει να πιστέψεις πως όλοι είμαστε καλοί και κακοί ταυτόχρονα και πως κανείς δε θέλει να κάνει κακό σε κανέναν τις περισσότερες φορές, εκτός επιτηδευμένων εξαιρέσεων. Αν ερωτευτείς, καλό είναι να προσπαθήσεις. Αν απορριφθείς, καλό είναι να αποχωρείς. Δεν ωφελεί να παρακαλάς, ακριβώς όπως δεν κάνει καλό να τα παρατάς αμαχητί. Και δεν μπορείς να έχεις την απαίτηση να σε καταλάβει ο άλλος όταν εσύ δεν προσπαθείς να καταλάβεις τον ίδιο σου τον εαυτό.
Οπότε είναι το λιγότερο παράλογο να έχουμε τέτοιου είδους απαιτήσεις. Όταν κάποιος δεν είναι εξωστρεφής, αυθόρμητος και παρορμητικός, θέλει χρόνο να ξεκλειδώσει για να μας δείξει ποιος είναι πραγματικά και θέλει να δει τον αυθεντικό μας εαυτό για να μη φοβάται. Δεν είναι κακό αυτό, ούτε δειλία. Αντίθετα, βλέπει κάτι που του αρέσει σε μας κι ακόμη κι αν τρομάζει, δεν οπισθοχωρεί. Είναι μια μορφή ανδρείας να σε πλησιάζει κάτι εντελώς διαφορετικό από σένα και να μην απομακρύνεσαι. Αν, βέβαια, αντέξεις μέχρι το τέλος!
Τα εγκεφαλικά παιχνίδια είναι άκρως αφροδισιακά και καμιά φορά –ακόμη κι αν δεν ολοκληρωθεί μια σχέση– αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια. Είναι, όμως, και πολύ επικίνδυνα, γιατί κανείς δεν έχει χαρτογράφηση του εγκεφάλου κανενός, κι αυτό μπορεί εύκολα να μας κάνει να αισθανθούμε ανίσχυροι, νικημένοι και καημένοι.
Αν αφήναμε την καρδιά μας ελεύθερη χωρίς λογικούς φραγμούς, οι έρωτες που θα ζούσαμε μπορεί και να κρατούσαν μια ζωή χωρίς καλούς και κακούς ήρωες. Κι αν δεν κρατούσαν μια ζωή οι στιγμές τους, θα μας βοηθούσαν ν’ αντέξουμε τη μοναξιά μας· μέχρι την επόμενη φορά.
Θύματα και θύτες, λοιπόν, σημειώσατε Χ!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη