Όταν αναφερόμαστε στην ψυχαναλυτική ψυχολογία -την κοινώς λεγόμενη ψυχανάλυση- είναι αναπόφευκτο να μη φέρουμε στο μυαλό μας τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξαν σε αυτή ο Αυστριακός νευρολόγος Sigmund Freud -ο οποίος θεωρείται ο ιδρυτής της- αλλά και ο Ελβετός ψυχίατρος Carl Jung όπου αργότερα δημιούργησε την αναλυτική ψυχολογία. Δύο επιστήμονες όπου γνωρίστηκαν όταν ο πρώτος ήταν γύρω στα πενήντα κι ο δεύτερος είχε σχεδόν τη μισή του ηλικία. Δύο δύσκολοι και περίπλοκοι άνθρωποι που πρωταρχικός τους σκοπός ήταν να βοηθήσουν στην αποκωδικοποίηση της ψυχής και πόσο αυτή επηρεάζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων, είτε το αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι είτε όχι. Μετά την αρχική τους γνωριμία η οποία ξεκίνησε διά αλληλογραφίας ανέπτυξαν μια συντροφικότητα βασισμένη στην πνευματική ανδρεία και μια παθιασμένη επιθυμία κι από τους δύο να μελετήσουν όσο περισσότερο μπορούσαν το ασυνείδητο της ψυχής.

Η επιθυμία του Freud να είναι ο Jung ο συνεχιστής της δουλειάς του σκόνταψε από τις διαφορές που προκύπταν στην πορεία, όσο οι δυο τους αυτοαναλύονταν κι όσο εισχωρούσαν όλο και περισσότερο στα κανάλια των αντικρουόμενων απόψεών τους περί ψυχανάλυσης κι όχι μόνο. Φήμες λένε ότι μια γυναίκα που ποθούσαν κι οι δυο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να κλονιστεί αυτή η αντρική φιλία αλλά αυτό που συντάραξε ανεπανόρθωτα τη σχέση τους ήταν το συμβάν που έλαβε χώρα σε κάποιο από τα υπερατλαντικά τους ταξίδια, όταν ο Jung στην προσπάθειά του να εξηγήσει κάποιο όνειρο του Freud του έκανε πολύ προσωπικές ερωτήσεις με αποτέλεσμα εκείνος να εκνευριστεί αφού πίστευε πως όλες αυτές οι λεπτομέρειες θα τον έκαναν να χάσει την αυθεντία του. Κι ο Jung απογοητεύτηκε όταν διαπίστωσε πως ο δάσκαλός του προτιμούσε την αυθεντία από την αλήθεια. Κι έτσι, απλά, οι διαφορετικές πεποιθήσεις που είχε ο καθένας περί διαφόρων επιστημονικών εννοιών έφεραν την οριστική ρήξη της φιλίας τους.

Ενώ υπάρχουν πολλά κοινά συμπεράσματα ως βάσεις κι από τους δυο επιστήμονες, εκεί που στεκόμαστε κι αυτό που τους φέρνει πολλές φορές απέναντι τον έναν στον άλλον ακόμη και σήμερα είναι οι διαφορές τους. Είναι οι εξηγήσεις και η ερμηνεία που δίνει ο καθένας τους για έννοιες και συμπεριφορές που έχουν απασχολήσει τον άνθρωπο από τότε που αντιλήφθηκε πως δεν είναι μόνο σάρκα και οστά αλλά κυρίως ψυχή και νους. Και προσπαθώντας να καταλάβουμε κι εμείς ποιοι είμαστε και πού πάμε θα δούμε μαζί σας πέντε από αυτές.

 

1. Η ψυχή

Ο Freud χωρίζει σε τρία μέρη την ανθρώπινη ψυχή υποστηρίζοντας πως το κάθε ένα έχει δικές του αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες. Στο «Αυτό» όπου έτσι αποκαλεί το ασυνείδητο κι εκεί μέσα κρύβονται όλες οι άγνωστες δυνάμεις που οδηγούν τον άνθρωπο να ενεργεί παρορμητικά χωρίς να μπορεί να ελέγξει πολλά πράγματα, στο «Εγώ» όπου είναι η συνείδηση και η αντίληψη του κάθε ατόμου και εστιάζει κυρίως στην αυτοσυντήρηση και στο «Υπερεγώ» όπου μέσω των γονικών απαγορεύσεων ακμάζει. Στο Υπερεγώ ο Freud συγκαταλέγει και το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Από μια άλλη οπτική μεριά ο Jung υποστηρίζει ότι η ψυχή είναι αυτόνομη, αυτορρυθμιζόμενη και αυτάρκης. Υποστηρίζει ότι αποτελείται μόνο από το Εγώ το οποίο είναι ο μαέστρος όλων των σκέψεών μας, των αναμνήσεών μας, των συναισθημάτων μας και των αισθήσεών μας. Είναι η προσωπικότητά μας ολόκληρη και διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του εσωτερικού αλλά και του εξωτερικού μας κόσμου και με τη μορφή του συλλογικού ασυνείδητου μπορούσε να συλλέγει πληροφορίες.

 

2. Τα όνειρα

Εκεί που ο Freud υποστηρίζει ότι τα όνειρα είναι τα άγχη μας, οι καταπιεσμένες μας επιθυμίες -κυρίως ερωτικές-, στόχοι που ενδεχομένως θα θέλαμε να πετύχουμε και γενικά είναι η απεικόνιση του υποσυνείδητού μας που λόγω προσωπικών ή κοινωνικών φραγμών δεν τολμούμε να κάνουμε πραγματικότητα, ο Jung αντιτίθεται λέγοντας τα ότι όνειρα είναι η γέφυρα μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν πηγή έμπνευσης και δημιουργικότητας αφού ψάχνοντας περισσότερο μέσα μας θα βρούμε τις λύσεις σε προβλήματα που μας απασχολούν. Ακόμη υποστήριζε ότι αν δυο άνθρωποι έβλεπαν το ίδιο όνειρο θα σήμαινε εντελώς διαφορετικά πράγματα για τον καθένα.

 

3. Παραψυχολογία και μεταφυσικά φαινόμενα

Μεγάλο κεφάλαιο και για τους δυο με τον Freud να απαξιώνει εντελώς αυτόν τον κλάδο πιστεύοντας ότι κανέναν ρόλο δεν παίζουν στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου και ουσιαστικά παραμορφώνουν όλα όσα οι θεωρίες περί ψυχανάλυσης πρεσβεύουν και από την άλλη μεριά ο Jung ο οποίος τα θεωρούσε πάρα πολύ σημαντικά αφού βαθιά θρησκευόμενος ο ίδιος και η οικογένειά του υποστήριζε πως είχε και ίδιος μεταφυσικές εμπειρίες με οράματα και όχι μόνο, αφού νοσηλευόμενη η μητέρα του τού μιλούσε για πνεύματα που την επισκέπτονταν στο νοσοκομείο.

 

4. Λίμπιντο και ζωτική ενέργεια

Μεγάλη σημασία έδινε ο Freud στην ερωτική ενέργεια των ανθρώπων αφού ήταν φανερά πεπεισμένος πως αυτή υπήρχε σε κάθε σημείο του σώματός μας και υφίσταται σε όλη τη διάρκεια της ψυχοσεξουαλικής μας ανάπτυξης. Μάλιστα, έδινε τόση σημασία σε αυτήν που τέσταρε ακόμη και τον εαυτό του, πολλές φορές, για να επαληθεύει τα συμπεράσματά του. Από τη άλλη πλευρά ο Jung την όριζε γενικότερα ως μια μορφή ζωτικής ενέργειας όπου ανάλογα τη στιγμή μπορεί να είχε να κάνει με το φαΐ, με την επιβίωση, με την ερωτική πράξη ή τον θάνατο. Αυτό που είναι, δηλαδή, σημαντικό για τον καθ’ έναν από μας κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

 

5. Συχνότητα συνεδριών

Ενώ ο Freud πίστευε ότι έπρεπε να βλέπει τους ασθενείς του έξι φορές την εβδομάδα από σαράντα έως πενήντα λεπτά τη φορά για να είναι σε θέση να μπορέσει ο ασθενής να θεραπευτεί, ο Jung ακολουθούσε άλλη μέθοδο. Στην αρχή των θεραπειών τους έπρεπε να τον επισκέπτονται δύο φορές την εβδομάδα από μία ώρα κάθε φορά ενώ στη συνέχεια αυτό άλλαζε και ήθελε να τον επισκέπτονται μία φορά εβδομαδιαίως για περίπου τρία χρόνια.

 

Οι διαφορές των μεθόδων, σκέψεων και θεωριών του Freud και του Jung είναι πολύ περισσότερες από αυτές που αναφέρουμε παραπάνω. Μεγάλο και πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο οι δυο τους που αν κάποιος ασχοληθεί και διαβάσει τη δουλειά τους θα βρεθεί πολλές φορές στη μέση και των δύο και θα αναρωτηθεί μήπως τελικά η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Άλλος πάλι ίσως ταυτιστεί με κάποιον από τους δυο. Με σιγουριά όμως όσο περισσότερα μαθαίνει κανείς γι’ αυτούς, γνωρίζει κι ένα μικρό κομμάτι του δικού του εαυτού λίγο καλύτερα.

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου