Κοντεύοντας μισό αιώνα ζωής (οκ, κόβω κάτι) κάθομαι και σκέφτομαι τι στο καλό έμαθα για τις συμπεριφορές των ανθρώπων, τη δική μου κι ενδεχομένως και τη δική σου προσωπικά, αν κάπου έχουν τρακαριστεί οι μούρες μας στο παρελθόν.
Άνθρωποι, ο καθένας από μας ένας άλυτος κύβος του Ρούμπικ. Καλοί, κακοί, χαμογελαστοί, ξινοί, στρυφνοί, στρείδια, περιβόλια, σπαστικοί, εμμονικοί, στα κάκαλά τους όλα γραμμένα, κουτσομπόληδες, μυστικοπαθείς, φοβητσιάρηδες, τολμηροί κι η λίστα θαρρώ είναι ατελείωτη, αφού ο καθένας μας (θέλω να πιστεύω) έχει τα δικά του μοναδικά χαρακτηριστικά ή κράμα αυτών.
Τόσο διαφορετικοί, με αποτέλεσμα να σπάμε ο ένας τα νεύρα του άλλου και τις περισσότερες φορές –εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων– να θέλουμε να πάμε να ζήσουμε πάνω σε κανένα βουνό με τις αρκούδες και τους λύκους, φυτεύοντας πρασινάδες για βοσκή. Να μην ακούμε φωνή, ρε παιδί μου, ούτε ένα σχόλιο, ούτε καν μια καλή κουβέντα. Γιατί εκεί, στις καλές κουβέντες κρύβονται οι μεγάλες παγίδες.
Εκείνες είναι που ανοίγουν το ρημαδιασμένο κουτί της Πανδώρας, βγαίνει η κυρά Ελπίδα και σε κάνει να βλέπεις τον κόσμο λίγο πιο υποφερτό για λίγες στιγμές. Σε κάτι καλές κουβέντες λες: «Ρε, λες να κάνω λάθος τελικά; Μήπως είμαι εγώ που έχω το πρόβλημα; Μήπως τελικά δε θέλουν να πεθάνει η κατσίκα μου;». Και το πιθανότερο είναι να έχουμε όντως εμείς τα θεματάκια μας, άλλα, είπαμε, η κυρά Ελπίδα μας απαυτώνει λίγο. Πώς όταν απαυτώνεται ο Δίας; Ε, για το ίδιο απαύτωμα μιλάμε. Γιατί στις άλλες, στις κακές κουβέντες, έχεις μάθει πια να αμύνεσαι. Με ένα κροσέ, στο δόξα πατρί!
Πόσες φορές δεν προσπάθησες να αποκρυπτογραφήσεις τη συμπεριφορά κάποιου φίλου, συντρόφου, συζύγου, παιδιού, συγγενή, αφεντικού, συναδέρφου; Ψάχνοντας να βρεις εξηγήσεις πίσω απ’ τις λέξεις του μπάρμπα Γιώργου που ψωνίζεις βρακιά στη λαϊκή και σε κοιτάει όλο νόημα, αν διαλέξεις κάτι άλλο απ’ τις βρακοζώνες της γιαγιάς, του κυρ Μήτσου που πήγες να πάρεις τσιγάρα και σε ρώτησε ποια στάση στο σεξ σ’ αρέσει, της θείας Μαριγώς που σε ρωτάει και σε ξαναρωτάει αν δουλεύεις, κι αν δε δουλεύεις γιατί δεν ψάχνεις για δουλειά –γιατί όποιος θέλει βρίσκει, ακόμη και σήμερα–, γιατί πάχυνες, γιατί δεν παντρεύτηκες, κι ακόμη κι αν παντρεύτηκες γιατί δεν έκανες παιδιά, κι αν έκανες ένα, πότε θα κάνεις δεύτερο –γιατί ένα ίσον κανένα– και τι να σας λέω τώρα, λες και δεν τα ξέρετε!
Βέβαια, αν είσαι λιγουλάκι υπερευαίσθητος κι ενοχικός, συνήθως ψάχνεις να βρεις τι λάθος έχεις κάνει εσύ, λες και χρωστάμε σε κανέναν να βρούμε μόνο τα δικά μας σφάλματα και να τα παραδεχτούμε κιόλας! Έλα όμως που δεν είμαστε όλοι έτσι και κάθεσαι κι ακούς την κάθε παραφιλολογία του καθενός μέχρι να βάλεις τις φωνές ή να πεις: «Η κλήση σας προωθείται. Μην αφήσετε μήνυμα. Το φωνητικό γραμματοκιβώτιο τίγκαρε».
Και κάπου εκεί γίνεσαι αναίσθητος άνθρωπος (λένε), δε σε νοιάζει τίποτα (λένε) κι εσύ χαμογελάς, σηκώνεις φρύδι και γυρνάς την πλάτη χαρούμενος για την εσωτερική γαλήνη που βρήκες έστω για λίγο. Μέχρι την επόμενη φορά!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη