Στα όνειρα που κάνουμε οι περισσότεροι άνθρωποι για το μέλλον, ως επί το πλείστον, δημιουργούμε εικόνες οικογενειακής ευτυχίας που συνοδεύονται από χαριτωμένα παιδάκια που παίζουν ανέμελα κι ευτυχισμένα κάπου παραδίπλα από εμάς που χαμογελάμε ικανοποιημένοι, γεμάτοι ηρεμία με όμορφες, χαλαρές οικογενειακές στιγμές μετά από μια αποδοτική ημέρα στη δουλειά των ονείρων μας.
Θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας πως το κομμάτι της εργασίας έχει να κάνει και με τύχη εκτός από ικανότητες και δυνατότητες. Οπότε αν κάπου εστιάζουμε περισσότερο σ’ αυτά τα όνειρα κι αν υπάρχει κάτι για το οποίο είμαστε σίγουροι πως θα συμβεί αυτό είναι τα χαριτωμένα παιδάκια μας που θα παίζουν ευτυχισμένα και χαρούμενα. Γιατί από τη στιγμή που το ονειρευτήκαμε σημαίνει πως το θέλουμε οπότε γιατί και να μην το πετύχουμε. Και μέχρι εδώ όλα είναι καλά και βάζουμε πλώρη για τη λεγόμενη «δική μας οικογένεια».
Τα στάδια πολλά και φτάνει η στιγμή που μπορούμε να δεχόμαστε ευχές τις ημέρες της μητέρας και του πατέρα. Η ευτυχία χτυπάει κόκκινο παρέα με τις αϋπνίες αλλά και τη σωματική κόπωση. Σκέφτεσαι ότι είσαι υπεύθυνος για ένα μικρό ανυπεράσπιστο πλάσμα οπότε, παρ’ όλη την κούραση, όλα δουλεύουν στο φουλ και χωρίς πολύ ρελαντί κι έτσι πορεύεσαι μέχρι να πάει σχολείο. Τότε έχεις, επιπρόσθετα, άλλα άγχη αλλά και πάλι δε διστάζεις γιατί μιλάμε για το παιδί σου άρα έχεις και ρεζέρβα δυνάμεις κι αντοχές.
Όλα έχουν μπει σε μια ρουτίνα και στο βάθος φαίνεται η προεφηβεία. Βασικά, μοιάζει τόσο μακριά που δεν της δίνεις και πολλή σημασία όταν αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της. Κάπου εκεί ανάμεσα από τα οκτώ μέχρι τα δώδεκα χρόνια, από τη στιγμή που χρίστηκες γονιός, πάνω που έχεις αρχίσει να το παίζεις αυθεντία και να κοροϊδεύεις όσους θυμίζουν εσένα πριν μερικά χρόνια, παθαίνεις ένα πολιτισμικό σοκ όταν ζητάς ευγενικά από το βλαστάρι σου να φτιάξει όμορφα την τσάντα του σχολείου και πριν -καν- κλείσει τα εννιά σου απαντάει: «Δική μου είναι η ζωή κι ό, τι θέλω θα κάνω μη με πιέζεις σε παρακαλώ».
Είναι εκείνο το κομβικό σημείο που έρχονται στα αυτιά σου τα λόγια της μάνας σου πριν πολλά-πολλά χρόνια: «Δε θα γίνεις γονιός; Θα καταλάβεις. Κι εύχομαι το παιδί σου να σού μοιάζει». Και ταυτόχρονα με τη θύμηση αναρωτιέσαι αν πήρες ευχή ή κατάρα. Και δε θες να πιστέψεις ότι ήταν κατάρα αφού ξέρεις πόσο σ’ αγαπάει η μανούλα αλλά πάλι γιατί να σου μοιάζει; Και γιατί το εύχεται κιόλας; Μυστήριο καλύπτει την υπόθεση αλλά δεν προλαβαίνεις να το αναλύσεις κιόλας αφού τα «χτυπήματα» είναι απανωτά από το πλάσμα που λατρεύεις περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
Γιατί ενώ συνηθίζεις αυτή τη «μετάλλαξη» του παιδιού σου όλα δείχνουν ότι ο ρυθμός ανάπτυξής του είναι ραγδαίος. Δεν ήθελε και πολύ για να σου πει: «Τα μαλλιά σου να βάψεις. Έρχεσαι και με παίρνεις από το σχολείο και είσαι χάλια. Επίσης σου έχω πει ότι δε θέλω να αγκαλιάζεις έξω από το σχολείο. Τι δεν καταλαβαίνεις;» Και ενώ κρυφοχαίρεσαι που μεγαλώνει έχεις αρχίσει και ρετάρεις γιατί δεν ξέρεις πώς να το διαχειριστείς. Αλλά και πάλι η αγάπη θα σου δείξει τον δρόμο. Και το παιδί σου. Που μπορεί και σου μιλάει χωρίς φίλτρα, κορδέλες και στολίδια.
Μιλάμε για την προεφηβεία σαν να είναι κάτι τρομακτικό.Φανταζόμαστε αγριεμένα, θυμωμένα παιδιά που προσπαθούν να βρουν τα πατήματά τους στην προσωπική τους διαδρομή. Αν χαμηλώσουμε λίγο το ανάστημά μας και κοιτάξουμε τα παιδιά μας ίσια στα μάτια όλα θα βρουν τον δρόμο τους. Γιατί δεν είναι μόνο τα παιδιά που βιάζονται να μεγαλώσουν. Είμαστε κι εμείς που άλλοτε τα βλέπουμε βρέφη και δεν τα αφήνουμε να αναπτύξουν κριτική σκέψη κι άλλες φορές τα κρίνουμε σαν συνομήλικούς μας. Για να γυρίσουν να μας πουν: «Όποτε σε βολεύει είμαι μωρό κι όποτε θες είμαι ολόκληρος όνος. Αποφάσισε!».
Τα παιδιά μας αλλάζουν. Κι αν εκείνα δεν ξέρουν πώς να το διαχειριστούν είμαστε εμείς υπεύθυνοι για τους δείξουμε τον δρόμο. Με αγάπη και υπομονή. Η γροθιά στο μαχαίρι δεν βοήθησε ποτέ κανένα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου