Υπόσχεση· διαβεβαίωση προφορική που δίνει κάποιος ότι θα πράξει κάτι άμεσα ή στο μέλλον και το οποίο μπορεί να αφορά στον ίδιο, άλλον ή σε μία κατάσταση. Είναι η διαδικασία που μπαίνουμε προσπαθώντας να δεσμευτούμε ότι θα φέρουμε εις πέρας αυτό το οποίο τάζουμε θέλοντας να αποδείξουμε τη δέσμευσή μας, την αποφασιστικότητά μας αλλά και πόσο καλοί επαγγελματίες, φίλοι, σύντροφοι είμαστε.

Από το «θα κόψω το τσιγάρο» και το «από αύριο αρχίζω δίαιτα» μέχρι το «θα σ’ αγαπώ για πάντα» και το «δε θα χαθούμε ποτέ» αποδεικνύουμε την πρόθεσή μας να κάνουμε όλα τα προηγούμενα, τουλάχιστον τη στιγμή που τα λέμε. Για λίγο ή πολύ αργότερα δεν μπορούμε να σας απαντήσουμε με σιγουριά ακόμη τι θα θέλαμε να υποσχεθούμε. Όμως τη στιγμή που τα ξεστομίζουμε σίγουρα θα θέλαμε να συμβούν. Απλώς μερικές φορές θα θέλαμε να εμφανιστεί ένα μαγικό ραβδάκι και να τα κάνει όλα εκείνο κι εμείς να απολαμβάνουμε τα αποτελέσματα.

Γιατί θα πούμε ψέμματα αν αρχίσουμε τις μεταξύ μας διαβεβαιώσεις πως έχουμε τηρήσει όποια υπόσχεση έχουμε δώσει. Όπως θα είμαστε, τουλάχιστον, αφελείς αν πιστέψουμε ότι για όλα εκείνα τα ταξίματα που έχουμε κάνει και δεν καταφέραμε να τα πραγματοποιήσουμε φταίνε οι συνθήκες η γλωσσοφαγιά και το μάτι της θείας του κουμπάρου του μπατζανάκη του τρίτου ξαδέρφου της γιαγιάς μας. Και να μην ξεχνάμε ότι στις πολύ διαπροσωπικές σχέσεις, εκείνες που θες να γίνεις αυτοκόλλητος με τον άλλον εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, το «για πάντα» ή το «ποτέ» ακούγονται με αδιάλειπτη επαναλαμβανόμενη συχνότητα της τάξεως των εκατό χιλιάδων Gigahertz.

Ζόρικες οι υποσχέσεις. Κι αυτές που δίνουμε αλλά κι εκείνες που παίρνουμε. Χτικιά που μας στοιχειώνουν -κάποιες φορές- τα μη γενόμενα. Και ίσως να είναι από τις ελάχιστες φορές που ένας παρελθοντικός χρόνος ακούγεται καλύτερα από τον μελλοντικό. Μάθαμε να λένε «κοιτάμε μπροστά» αλλά ξεχάσαμε πώς αυτά που κάναμε ή δεν κάναμε είναι πίσω. Και από τη στιγμή που ξεστομίσαμε και τάξαμε -έστω και μία φορά- κάτι και οι πράξεις μας δεν ξεχρέωσαν τα λόγια μας φανήκαμε λίγοι και κατώτεροι των περιστάσεων.

Αν παρατηρήσουμε λίγο, πιο, ετυμολογικά αυτές τις υποσχέσεις θα διαπιστώσουμε πώς ό, τι κι αν πούμε, όποια υπόσχεση κι αν δώσουμε έχει μέσα της το «θα» βοηθώντας στον χρονικό προσδιορισμό της πραγματοποίησης τους· το μέλλον. Θα το κάνουμε στον χρόνο που θα έρθει. Και μετά μετατρέπεται από μελλοντικό σε δυνητικό κι όλα γίνονται ακόμη χειρότερα όταν πιθανολογούμε μαζί του. Από το «κατέβα, ήρθα να σε δω» έως το «θα έρθω να σε δω» και το «θα μπορούσα να έρθω να σε δω» μέχρι το «αν ερχόμουν να σε δω;» μία πράξη δρόμος. Χωρίς καμία υπόσχεση. Έτσι, καθαρά και όμορφα. Και καμία υπόσχεση δε μένει στον αέρα αφού είναι ξεκάθαρη η πρόθεση αυτής της πράξης.

Γιατί οι πράξεις δείχνουν δύναμη και θάρρος. Πάθος, καψούρα, ενδιαφέρον. Αγγίγματα, χάδια και φιλιά που από μόνα τους δίνουν τις μεγαλύτερες δεσμεύσεις. Όταν είσαι σίγουρος για τον άνθρωπό σου δεν υπόσχεσαι. Πράττεις! Όταν πρόκειται για εκείνον τον άνθρωπο που τρέμεις σύγκορμος όταν συναντιέστε και δε βλέπεις την ώρα να ξαναείστε μαζί, δε λες. Κάνεις!

Γιατί οι υποσχέσεις είναι για τους αδύναμους. Για τους αδύναμους και τους ερωτευμένους. Και στην ερώτηση αν ο έρωτας είναι αδυναμία η απάντηση είναι πως όχι μόνο είναι αλλά και από τις μεγαλύτερες. Και όπως όλες οι αδυναμίες αφαιρεί την ικανότητά μας να αντισταθούμε σε εκείνο στο οποίο αφορά. Κι αυτή είναι η ομορφιά του. Η απόλυτη παράδοση χωρίς όρους, πρέπει και μη. Είναι οξύμωρος ο έρωτας. Γιατί σε κάνει παντοδύναμο μέσα στην παθητικότητά του. Κι αυτό είναι ο ορισμός της αδυναμίας.

 

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου