Με κοιτάς και με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Σε κοιτάω και τα μάτια μου βγάζουν φωτιές. Αυτό που νιώθω για σένα έχει τόση δύναμη, ικανή να σηκώσει στους ώμους της τον πλανήτη ολάκερο. Και θέλω να στο δείξω. Φοβάμαι όμως πως αν αφεθώ θα τρομάξεις. Σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερα να γνωριστούμε λίγο παραπάνω, να καταλάβεις πάνω κάτω τι σόι άνθρωπος είμαι. Αφήνω λίγη-λίγη την καλούμπα.
Σε κοιτάω και βλέπω να με κοιτάς κατάματα με μάτια ορθάνοιχτα γεμάτα χαρά. Κατεβάζεις το βλέμμα σου ενώ ακόμη χαμογελάς. Το βλέπω, ταξιδεύεις κάπου που έχει ευτυχία. Σε ρωτάω: «Τι σκέφτεσαι;». «Τίποτα», μου απαντάς, ενώ το χαμόγελό σου έγινε πονηρό. Λες μια χαζομάρα να φύγει η αμηχανία. Παίζω το παιχνίδι σου. Ο καιρός περνάει.
Το μυαλό μου μοιάζει με εθνικό δρόμο της Κίνας όπου εκατομμύρια αυτοκίνητα κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου και το πάθος μου για σένα σε κουτάκια για να μην παρεκτραπώ -πριν από τη στιγμή που πρέπει- και ταυτόχρονα δοκιμάζω να μπω στα παπούτσια σου. Τη βλέπω τη λογική σου παντού. Στον τρόπο που μιλάς, στον τρόπο που κινείσαι, πώς τακτοποιείς τα πράγματά σου με θρησκευτική ευλάβεια, στο καθημερινό σου πρόγραμμα, στις πεποιθήσεις και στις πράξεις σου. Σπάνια θα ξεφύγεις απ’ ό,τι έχεις σχεδιάσει. Ο αυθορμητισμός σου είναι καλά μαντρωμένος σ’ ένα τετράγωνο κλουβί με λογικές διαστάσεις.
Άραγε τι σόι «χωριό» θα κάνουμε εμείς οι δύο; Εγώ να προσπαθώ να σου κλέψω φλογερές στιγμές σταγόνα-σταγόνα κι εσύ να προσπαθείς να χαλιναγωγήσεις αυτά που βλέπεις ότι δεν περιορίζονται. Κι αν τα καταφέρεις θα είναι εμφανής η δυστυχία μου, αφού θα νιώθω σαν λιοντάρι μέσα στο δικό σου τετράγωνο και λογικό κλουβί. Το βλέπεις, αλλά πιστεύεις ότι θα προσαρμοστώ και θα συνηθίσω. Αλλά αναρωτήθηκες ποτέ αν συνηθίζεται το ουδέτερο μόνιμο γκρι;
Δεν είναι ότι δε θες ν’ αφεθείς. Φοβάσαι και νιώθεις πως θα εκτεθείς. Ότι θα πάρω το πάνω χέρι. Μα εγώ σε θέλω εφ’ όλης της «ύλης» χωρίς τοπικά επιρρήματα κι αρχηγιλίκια. Ο έρωτας θέλει πάθος. Από αυτό της φωτιάς. Το βαθύ κόκκινο που κάνει τις ανάσες κοφτές, τους παλμούς εκκωφαντικούς και τις κινήσεις γεμάτες ανυπομονησία. Το πάθος απαιτεί κότσια και λογική απούσα. Χωρίς φωτιά δεν έχει νόημα να ιδρώνουν τα κορμιά. Δυνάμεις κι ενέργειες που χάνονται στο χωροχρόνο χωρίς κανένα όφελος. Χωρίς καμιά ανάμνηση χαραγμένη.
Η λογική σου μας προστάζει να μη χάνουμε τον έλεγχο, παρά μόνο κάποιες στιγμές. «Δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες», λες. Το πάθος μου ωρύεται και προσπαθεί να σε κάνει να ζήσεις την κάθε στιγμή στο έπακρο. «Σφίξε με στην αγκαλιά σου», σου λέω. Γελάς, υπακούς, αλλά το κάνεις να φαίνεται καταναγκαστικό έργο. Απογοητεύομαι. Θυμώνεις. Καυγάς.
Δύσκολα θα συμβιώσουμε χωρίς εμφυλίους. Δύσκολα θα καταφέρουμε να έχουμε ειρήνη 365 μέρες το χρόνο. Εγώ με πάθος που καταντάει εθιστικό, να το απαιτώ- κι εσύ με λογική που σπάει κόκαλα και διαλύει τη φιλαρέσκειά μου. Όμως στον αντίποδα είναι η αγάπη. Αυτή που όσο κι αν της πάρει θα βρει το δρόμο και θα σε ελευθερώσει από τα δεσμά της λογικής και τότε θα πάρεις φωτιά. Εκείνη που θα κάνει την συνεχόμενη «εφηβεία» μου να καλμάρει, να βρει τα γράδα της και να πιάσει κοινή συχνότητα με σένα που έβγαλες για λίγο τα χέρια από το κλουβί.
Προσπαθώ να σου περιγράψω τα συναισθήματα με λόγια, γιατί εσύ έτσι θέλεις να τα αντιλαμβάνεσαι. Ο έρωτας, λοιπόν, είναι ο πατέρας. Αυτός που βάζει τους κανόνες. Η αγάπη είναι η μάνα που παρ’ όλες τις δυσκολίες καταφέρνει τα πάντα. Το πάθος είναι το παιδί. Ατίθασο, εγωιστικό που τα θέλει όλα δικά του. Και τα θέλει τώρα. Κι όσο το παιδί μεγαλώνει, εξελίσσεται κι ηρεμεί, ο πατέρας φυλάει τσίλιες ήσυχος κι η μάνα χαίρεται ικανοποιημένη.
Θα τη βρούμε την άκρη μας. Ίσως μας πάρει λίγο παραπάνω αλλά αφού με διάλεξες και σε διάλεξα δε χωράει αμφιβολία. Με ρωτάς αν μπορεί να υπάρξει σχέση χωρίς φλογερό πάθος; Σου κλείνω το μάτι και σου χαμογελάω πονηρά. Με χαϊδεύεις. Μόλις ανάψαμε μία φωτιά. Άσε τον γαμημένο πυροσβεστήρα κάτω!
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.