Δεν χρειάστηκαν πολλά εκείνο το βράδυ. Ένα συνοικιακό μπαρ, το ασφυκτικά στενό, κοντό φόρεμά της κι οι ολοκαίνουργιες γόβες της αρκετά φανταχτερές ώστε να του τραβήξουν την προσοχή, αρκετά ψηλές ώστε να διαφημίζουν προκλητικά τα πόδια της και να ενδυναμώνουν την αύρα διαθεσιμότητας που εξέπεμπε.

Ύστερα όλα πήραν τον δρόμο τους. Μερικές καρφωτές ματιές, δειλά χαμόγελα και τα πρώτα σφηνάκια για προθέρμανση βγήκαν στον πάγκο.

Τα σφηνάκια έγιναν ποτήρια και η κάθε ερώτηση γνωριμίας οδηγούσε σε τσουγκρίσματα κι άσπρους πάτους.

Λίγη ώρα μετά οι δυο τους να βγαίνουν από το μαγαζί κατευθυνόμενοι στο παρκαρισμένο του αμάξι.

Όταν δεν ψάχνεις τον έρωτα, τα πράγματα είναι τετράγωνα και ξεκάθαρα. Κυριαρχεί το πρωτόγονο ένστικτο της σαρκικής ικανοποίησης και το μόνο ζητούμενο είναι ο συνεργάσιμος παρτενέρ.

Άλλωστε κανένα παραμύθι δε ξεκινά σε μισοσκότεινα καταγώγια και δεν επιτρέπει στους πρωταγωνιστές του να κυκλοφορούν αργά μέσα στην νύχτα.

Εκείνος έβαλε μπρος το αμάξι, για να σβήσει τη μηχανή κάμποσα λεπτά αργότερα στο έρημο πάρκινγκ ενός σούπερ˗μάρκετ.

Τράβηξε το κάθισμά της πίσω κι ανέβηκε πάνω της, βυθίζοντας λαίμαργα τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της.

Τα χέρια τους άρχισαν να κινούνται επικίνδυνα προς τα κάτω. Καθώς η κατάσταση αγρίευε, η μπλούζα του βγήκε και το καλσόν της που αποτελούσε ενοχλητικό εμπόδιο, βρέθηκε ξεσκισμένο στα χέρια του, αφού πρώτα πέταξε στο χαλί του αυτοκινήτου τα παπούτσια της.

Τα τζάμια άρχισαν να θολώνουν. Τα σώματα ενώθηκαν κι αυτή απλά ακολουθούσε τον πάνω˗κάτω ρυθμό του, που γινόταν ολοένα και πιο γρήγορος.

Οι ανάσες της γίνονταν κοφτές, ενώ οι δικές του μετατρέπονταν σε επιφωνήματα ευχαρίστησης.

Δεν τον ένοιαζε να την ικανοποιήσει, ούτε να της φερθεί με τρυφερότητα έστω και προσποιητά. Ήθελε απλά να κάνει τη δουλειά του κι έπειτα να πάει σπίτι του να κοιμηθεί.

Φυσικά γνώριζε ότι η ξεπέτα δεν έχει αξιώσεις, αλλά δε φανταζόταν ότι θα την άδειαζε τόσο πολύ και θα την έκανε να αισθάνεται φθηνή, σα πόρνη δεύτερης διαλογής.

Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν σεξουαλικά με κάποιον, μετά το χωρισμό της απ’τον Χρήστο και δεν περίμενε ότι θα της ήταν τόσο δύσκολο να διαχειριστεί μια συνουσία ξεγυμνωμένη από «σʼαγαπώ».

Ασυνείδητα, ήρθε στο μυαλό της το πρόσωπό του κι η πρώτη τους γνωριμία στα σεντόνια. Πήγαιναν ήδη δυο χρόνια, μα θυμόταν ακόμα τον ενθουσιασμό, τη γλυκιά αμηχανία και τις όμορφες λέξεις που της ψιθύριζε στο αυτί.

Η ανάσα του μύριζε φράουλα κι εκείνη άβαφτη κι αχτένιστη παραδινόταν στην αγκαλιά του.

Έτσι της είχε πει εκείνος ότι τη προτιμούσε: φυσική, αναμαλλιασμένη και με τις ελπιδοφόρες ροζ πιτζάμες της.

Τώρα βρισκόταν έξω από ένα σούπερ˗μάρκετ, μέσα σʼένα σκονισμένο Opel, πασαλειμμένη με το κόκκινο κραγιόν της, μισοντυμένη, μʼέναν άγνωστο ανάμεσα στα πόδια της που μούγκριζε βρωμόλογα και μπαινόβγαινε άτσαλα στο κορμί της, δίνοντάς της φιλιά που έζεχναν Marlboro και ουίσκι.

Ένα δυνατό βογκητό διέκοψε τη σκέψη της. Το «τυχερό» της, είχε μόλις γεμίσει τη λατέξ προστασία του.

«Συγγνώμη δε μπόρεσα να κρατηθώ» της είπε και κάθισε στη θέση του.

«Δεν πειράζει» μουρμούρισε αυτή πίσω από τα χείλη της.

«Θες να κάνουμε ένα τσιγάρο ή να σε πάω σπίτι κατευθείαν;» την ξαναρώτησε.

«Αν δε σε πειράζει, λέω να πάρω ένα ταξί» του απάντησε φορώντας την τσάντα της.

«Όπως θέλεις. Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα Μαράκι. Μπορεί να τα ξαναπούμε.» αποκρίθηκε χαμογελώντας.

Εκείνη τράβηξε το χερούλι, βγήκε από το αυτοκίνητο και λίγο πριν κλείσει την πόρτα…

«Κι εγώ χάρηκα. Ναι μπορεί να τα ξαναπούμε κάποια στιγμή. Αλλά έτσι πληροφοριακά, με λένε Άννα.».

Χτύπησε με δύναμη την πόρτα χωρίς να τον καληνυχτίσει και γυμνή από καλσόν έσυρε τα τακούνια της στον κεντρικό δρόμο. Σήκωσε το χέρι στον αέρα κάνοντας νεύμα και μπήκε στο πρώτο ταξί που σταμάτησε μπροστά της.

Ο άγνωστος του μπαρ, έμεινε σταματημένος στη θέση του καθώς την έβλεπε νʼαπομακρύνεται. Έστριψε τσιγάρο κι άναψε το ραδιόφωνο.

Τη σιωπή γέμισε το «still got the blues for you» συνοδευμένο από την βραχνή φωνή του Gary Moore.

Ήταν ο αγαπημένος τραγουδιστής της Μαρίας, του μεγάλου του έρωτα που γνώρισε πριν τρία καλοκαίρια σε μια χρυσή παραλία της Ζακύνθου.

«Γιατί βρίσκεσαι παντού που να πάρει;» φώναξε κοπανώντας τα χέρια του στο τιμόνι.

Έβαλε το κλειδί στη μίζα, πάτησε γκάζι κι έφυγε φροντίζοντας πρώτα νʼαλλάξει συχνότητα στα fm.

  

 

Συντάκτης: Έλενα Φλώρου