Ένα ξημέρωμα καιρός έμεινε προτού οι δρόμοι μας χωρίσουν. Αύριο τέτοια ώρα θα μπαίνουν ανάμεσά μας δυο θάλασσες και μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα, που θα εμποδίζουν τις αγκαλιές να κουμπώσουν.
Μη μου πεις αντίο οργανώνοντας κυριλέ καταστάσεις σʼ ακριβά εστιατόρια και παραπληγικά ορθάδικα. Φέρε μαζί τον πιο αληθινό εαυτό σου και χάρισέ μας το πιο ουσιαστικό βράδυ της ζωής μας.
Άσε τα μαλλιά σου αχτένιστα και μη παιδεύεσαι με το τσουλούφι που πετάει σαν δορυφορική κεραία στο πλάι. Φόρεσε τη τριμμένη σου βερμούδα και τη δίχαλη παντόφλα, που τόσο μισώ, και πάμε περατζάδα στα στενοσόκακα της Πλάκας.
Θα χαζέψουμε ώρες ατελείωτες τις βιτρίνες και θʼ αγοράσουμε ένα σωρό άχρηστα πράγματα. Θα σου πάρω τσολιαδάκι κι ελληνικό χειροποίητο τσαρούχι, για να έχεις κάτι να γελάς τις μέρες που θα γκριζάρουν τα μάτια σου από νοσταλγία. Εσύ με τη σειρά σου, θα μου πάρεις βατραχοπέδιλα με την ελπίδα να μάθω κολύμπι, όταν ξαναγυρίσεις. Χαζέ! Το ξέρεις ήδη πως πάντα θα είμαι ένα άτσαλο μπαρμπούνι, που πλατσουρίζει στα ρηχά.
Έπειτα θα πάμε για καφέ στο «Γιασεμί», θα κάτσουμε στο τραπεζάκι που έχουμε χαράξει τ’ ονόματά μας και θα σʼ αφήσω να μου γκρινιάξεις ελεύθερα για τις μπουκαμβίλιες που πέφτουν μέσα στον εσπρέσο σου, ενώ θα πίνω το διαιτητικό μου τσάι. Όταν σταματήσεις τα παράπονα, θα παίξουμε το παιχνίδι της καλύτερης ατάκας, σχολιάζοντας το ανεκδιήγητο σανδάλι με κάλτσα, που επιμένουν να φοράνε οι τουρίστες.
Μετά θα πάμε για ταινία στο γραφικό, θερινό σινεμά των Εξαρχείων, που μυρίζει πάντα αγιόκλημα και γαρδένια. Η κυρά-Γεωργία θα μας φτιάξει το ανεπανάληπτο σπιτικό ποπ-κορν της και μόλις τελειώσει η ταινία, θα κάτσουμε με τον μπαρμπα- Αντώνη να δοκιμάσουμε τη νέα συνταγή ρακόμελου, που τελειοποιούσε όλο τον χειμώνα.
Ξέρεις τι έχω πεθυμήσει στʼ αλήθεια; Μια βόλτα με τʼ αυτοκίνητο, όπως εκείνες που κάναμε τα βράδια που δε μας κόλλαγε ύπνος. Να βάλεις μουσική στο τέρμα, νʼ ανοίξεις την οροφή και να πατήσεις γκάζι, ενώ μου ρίχνεις πλάγιες πονηρές ματιές.
Θυμάσαι τη κρυφή παραλία, με τις δυο σπηλιές και την ψιλή άμμο που γνωριστήκαμε πριν τρία καλοκαίρια; Εκεί θέλω να με πας. Έχει πανσέληνο απόψε, γιʼ αυτό πάμε να χαζέψουμε το φεγγάρι τώρα που βρίσκεται χαμηλά κι ακουμπάει τη θάλασσα.
Θʼ ανάψουμε φωτιά στην ακροθαλασσιά και θα σου ψήσω καλαμπόκι και ζαχαρωτά, όπως μαθαίναμε στα προσκοπάκια. Θα σου απαγγείλω αστεία ποιήματα κι εσύ θα μου παίζεις κιθάρα. Δε πειράζει ας τον δολοφονήσεις τον Ρόκκο, ας πυροβολήσεις και το τραγούδι απ’ τα δέκα μέτρα. Υπόσχομαι να μη σε κοροϊδέψω, ούτε να γελάσω με το ύφος του φτασμένου καλλιτέχνη που ζωγραφίζεται στη μούρη σου όταν τραγουδάς.
Θα κοντραριστούμε στα «βατραχάκια» και στο ποιος θα φτάσει το βότσαλο πιο μακριά κι ορκίζομαι πως δεν θα σου κάνω επίδειξη, όταν πάρω τη νίκη πανηγυρικά. Εσύ απʼ την άλλη θα μου κάνεις μούτρα, όπως πάντα, γιατί δεν έχεις μάθει να χάνεις και θʼ αρχίσεις τις δικαιολογίες πως τάχα έβγαλε ψύχρα ή πως δήθεν σε τρώνε τα κουνούπια. Δε θα πιάσει όμως το κόλπο. Θα σʼ αλείψω με Autan και θα σου δώσω να φορέσεις τη ροζ ζακέτα, που κουβαλάω, καβάτζα, στην τσάντα μου.
Θα σ’ ειρωνευτώ πως μοιάζεις με τριχωτή πριγκίπισσα κι εσύ για να με τιμωρήσεις θα με τραβήξεις πάνω σου και θα κάνουμε βαρελάκια στην άμμο, μέχρι να ζαλιστώ και να σε βρίσω. Κι όταν θυμωμένη σου πατήσω χαστούκι μες στα μούτρα, εσύ θα με πετάξεις κάτω και θα μου κολλήσεις στα χείλη το πιο παθιάρικο αλμυρό φιλί.
Κάπου εκεί θα σηκώσω λευκή σημαία και θα παραδοθώ άνευ όρων στην ερωτική σου διάθεση, καθώς θα κάνουμε κτηνώδη έρωτα, δίχως αύριο, με τα κύματα να σκάνε κάτω απʼ τα πόδια μας. Ύστερα θα στρίψεις το τελευταίο τσιγάρο και θα το κάνουμε παρέα. Τι πειράζει που δεν καπνίζω; Για ένα βράδυ θα δοκιμάσω να μοιραστώ λίγη αλητεία μαζί σου.
Κι όταν ήλιος ξεκινήσει να χαράζει, θα κρύψω το πρόσωπό μου στο στήθος σου, για να μη δεις το δάκρυ που γλίστρησε και σε γεμίσω τύψεις. Θα σε βάλω να μου υποσχεθείς πως δε θα με ξεχάσεις. Θα σου ορκιστώ πως θα σε περιμένω. Πριν φύγουμε θα χαράξουμε στην άμμο το τελευταίο ανορθόγραφο «σʼ αγαπώ» κι έπειτα θα πάρουμε τον δρόμο του γυρισμού.
Δε στεναχωριέμαι που έχουμε μόνο ένα βράδυ μπροστά μας . Ξέρω πως θα γυρίσεις πάλι στην ίδια παραλία, νʼ ανανεώσουμε τον όρκο που θα έχει σβήσει το χειμώνα η θάλασσα.