Όσο και να κοιτάς τις άδειες κρεμάστρες, δε πρόκειται να γεμίσουν. Πήρε μαζί και τη ζακέτα, αυτή που φρόντιζε κάθε φορά να ξεχνά επίτηδες για να γυρίζει πάντα πίσω.
Χαζή δικαιολογία ένα κομμάτι ύφασμα. Ηλίθιο κι από μεριάς σου να πιστεύεις ότι η ατάκα σου «είσαι ο άνθρωπος της ζωής μου» είναι διαχρονική κι αιώνια πειστική.
Δεν το περίμενες, έτσι; Κι οι πιο μεγάλοι έρωτες τελειώνουν καμιά φορά, όταν στερεύουν οι λόγοι που κάποτε γεννούσαν έλξη.
Κεραυνός τη χτύπησε τη πρώτη φορά που σε είδε σ’ εκείνο το λούνα πάρκ. Πήγαινε ακόμη σχολείο κι εσύ έφτιαχνες σιγά-σιγά βαλίτσα για το στρατό.
Δεν κοίταξε την τσέπη σου, ούτε φοβήθηκε μήπως της χαλάσει το image ο έρωτας με το παιδί που μοίραζε μάρκες στα συγκρουόμενα. Η οικογένειά της θεωρούσε ότι δεν πληρούσες τις απαραίτητες προδιαγραφές για την κόρη τους και σ’ είχε ήδη απορρίψει χωρίς καν να σ’ έχει γνωρίσει.
Το ήξερε εκείνη αλλά δε μάσησε. Εκεί που οι άλλοι σ’ έβλεπαν λίγο, αυτή θαμπωνόταν από τον αυτόνομο άνθρωπο που δούλευε για να συντηρήσει τον εαυτό του και δεν ήταν φλώρος όπως τα παιδιά της ηλικίας του. Είδε έναν τύπο που φορούσε ωραία τη μαγκιά και το θάρρος του, και που πήρε την πρωτοβουλία να ζητήσει το ίδιο κιόλας απόγευμα ραντεβού.
Το πρώτο ραντεβού οδήγησε σε δεύτερο, το δεύτερο σε τρίτο και το τρίτο σε σχέση. Σχέση που κρατήθηκε επί δυο χρόνια μέσα από γράμματα και τηλεφωνικές γραμμές με σένα να βαράς σκοπιές στην άλλη άκρη της Ελλάδας κι αυτή να διαβάζει αρχαία και λατινικά για τις Πανελλαδικές.
Όταν επέστρεψες, κι αφού είχες πια βεβαιωθεί ότι αυτή ήταν η γυναίκα που περίμενες όλη σου τη ζωή, είχες τα κότσια να σταθείς απέναντι στους δικούς της και να το ανακοινώσεις, κι ας ήξερες πως δεν είχες ελπίδα να πάρεις το πράσινο φως. Κι όταν αυτοί σε πέταξαν έξω με τις κλωτσιές, σου είπαν ότι είσαι ένας αλήτης φτωχομπινές, και κλείδωσαν ταυτόχρονα εκείνη στο δωμάτιο για να μην την ξαναδείς, πάλι δεν το έβαλες κάτω.
Περίμενες μια εβδομάδα να ηρεμήσουν τα πράγματα κι ένα ωραίο βράδυ στάθηκες με τη μηχανή σβηστή κάτω από το σπίτι της για να την κλέψεις και να φύγετε οι δυο σας μακριά απ’ όλους. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, πήδηξε από το παράθυρο και σ’ ακολούθησε, παρόλο που ήξερε πως την επόμενη μέρα δε θα είχε ούτε πατέρα ούτε μάνα αφού θα την είχαν διαγράψει οριστικά. Όπως κι έγινε.
Ζήσατε πολλά χρόνια περιορισμένοι στα βασικά, μα δε παραπονέθηκε στιγμή κι ας είχε μάθει αλλιώς. Ήσουν κάθε μέρα δίπλα της και της αποδείκνυες με διαφορετικούς τρόπους πόσο τη γουστάρεις και τη διεκδικούσες. Κι ας ήξερες ότι ήταν πια δική σου.
Διπλές και τριπλές βάρδιες στη δουλειά για να μη λείψει τίποτα σ’ εκείνη και το πρώτο παιδί που είχατε μόλις αποκτήσει. Μα όσο κουρασμένος κι αν γυρνούσες τα ξημερώματα, έβρισκες το κουράγιο να δώσεις ένα φιλί στο μωρό σας που κοιμόταν στην κούνια κι έπειτα να της κάνεις έρωτα δείχνοντάς της πόσο αναγκαία και σημαντική ήταν μέσα στην κωλο-καθημερινότητά σου.
Ύστερα η τύχη σάς χαμογέλασε και σας χάρισε μια ευκαιρία να αποκτήσετε όσα σας έλειψαν. Πήρες μια καλή δουλειά και γέμισες το πορτοφόλι φράγκα. Αντί όμως να πάρεις τον ουρανό και να τον μοιραστείς μαζί της για όλα τα δύσκολα που λουστήκατε παρέα, τον κράτησες για σένα.
Ξόδεψες τον εαυτό σου σε ξενύχτια, μεγάλη ζωή και γκόμενες, ενώ αυτή κοιμόταν στον καναπέ μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες που θυμόσουν ότι έχεις σπίτι και έπρεπε να γυρίσεις. Έκανες περικοπές στην αγάπη σου και καθάριζες τη συνείδησή σου πετώντας δυο ακριβά δώρα πάνω στο τραπέζι.
Την ονόμασες περισσότερο νοικοκυρά και λιγότερο γυναίκα. Θεώρησες δεδομένο ότι θα ‘ναι πάντα εκεί για σένα κι έριξες τα προσχήματα χωρίς να καταβάλεις την παραμικρή προσπάθεια να είσαι ο καλός εαυτός σου.
Έβλεπες τη θλιβερή της προσπάθεια να στολίζεται και να βάφεται για να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον κι απλά προσπερνούσες επειδή είχες δουλειά και καθόλου χρόνο.
Όλα τα ήξερεˑ και για τα κρεβάτια πο ξάπλωνες και για τα ψέματα που αράδιαζες. Περίμενε όμως τη στιγμή που θα τελείωνε η παρωδία.
Αντί να συνέλθεις, έχανες περισσότερο την μπάλα, μέχρι που φτάσατε να κοιμάστε μαζί και να ξυπνάτε σαν ξένοι, χωρίς ν’ αγγίζετε ο ένας τον άλλον. Πιάστηκε απ’ όλες τις αναμνήσεις που είχε από σένα κι όταν ξέφτισαν κατάλαβε πως ήταν καιρός να φύγει.
Σε θαύμαζε για αυτό που ήσουν κάποτε, σ’ ερωτεύτηκε παράφορα για όσα έκανες για να βρίσκεσαι κοντά της αλλά δε βρήκε ούτε ένα καλό λόγο να σε θαυμάσει για όλα όσα έγινες. Σε βρήκε πλούσιο στην τράπεζα, αλλά φτωχό σ’ όλα τ’’ άλλα. Ο άνθρωπος που γνώριζε καλά δεν υπήρχε πια, κι αυτός που στεκόταν μπροστά της δεν ήταν ποτέ ο άνθρωπός της.
Σκατά τα έκανες, ρε πατέρα.
Για αυτό σου λέω, μην περιμένεις άλλο.
Αυτή τη φορά δε θα γυρίσει.