Το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα εκείνο το βράδυ.
Η Σοφία κοίταξε την οθόνη. Ήταν αυτός πάλι. Απέρριψε τη κλήση και το έβαλε στο αθόρυβο. Δέκα λεπτά μετά, δόνηση μηνύματος, «Θα σʼ αγαπάω πάντα».
Το μυαλό της θόλωσε, πήρε το κινητό και το πέταξε με δύναμη στον τοίχο. «Άντε γαμήσου μπάσταρδε! Πόσο μαλάκας μπορεί να είσαι;», ούρλιαξε.
Δευτερόλεπτα μετά, έχυσε τον εαυτό της στο πάτωμα ξεσπώντας σʼ αναφιλητά.
Η Σοφία και ο Βασίλης είχαν χωρίσει πριν ένα χρόνο. Σʼ αυτό το διάστημα, είχαν βρεθεί κάμποσες νύχτες ύστερα από αλκοολικά ξενύχτια του Βασίλη που τον οδηγούσαν πρώτα στη πόρτα της κι έπειτα στο κρεβάτι της.
Μεθυσμένα «μου έλειψες» , οσκαρικά «σε θέλω», ήταν αρκετά ώστε να καθίζουν τη Σοφία στα τέσσερα, χαρίζοντας σʼ εκείνον αλλεπάλληλες στιγμές ηδονής.
Τη τελευταία φορά, σʼ εκείνο το τσιγάρο που μοιράστηκαν οι δυο τους μετά, της ξεφούρνισε ότι είχε κοπέλα και δε σκόπευε να τη χωρίσει.
Μισόγυμνη και τρελαμένη, τον πέταξε έξω από το σπίτι. Η συνέχεια προαναφέρθηκε.
Η Σοφία ήταν έξυπνο κορίτσι, αλλά στον έρωτα φορούσε παρωπίδες. Ζητούσε απεγνωσμένα να ζήσει το απόλυτο love story που περιέγραφαν οι αγαπημένες της ταινίες, με αποτέλεσμα να γίνεται ηλίθια και να εθελοτυφλεί μπροστά στα γεγονότα.
Πώς αλλιώς θα κατάφερνε να δικαιολογήσει την απουσία του συντρόφου της στα γενέθλια της επειδή τάχα ήταν κουρασμένος, τις διακοπές που τις υποσχέθηκε και τελικά τις πήγε μόνος με τη παρέα του και τα τυχερά λάθη που του έκατσαν, το τεστ εγκυμοσύνης που τον εξαφάνισε για μια ολόκληρη εβδομάδα μέχρι ν ʼ αποδειχθεί αρνητικό ή τον χωρισμό τους που στηρίχθηκε στη κλισέ ατάκα, «Θέλω να κάνουμε ένα διάλειμμα να σκεφτώ και βλέπουμε».
Δεν ήθελε να τον χάσει, για αυτό πιανόταν απ’ οτιδήποτε μπορούσε να τη κρατήσει κοντά του. Ήξερε ότι οι υποσχέσεις του δεν είχαν αντίκρισμα, αλλά της αρκούσε να τις ακούει για να ελπίζει σε κάτι.
Ο Βασίλης από την άλλη, ήταν ένα ανασφαλές κωλόπαιδο που χρησιμοποιούσε τις σχέσεις του σαν κουβέρτα που του ζέσταναν τη μοναξιά. Ήξερε το κουμπί της και πούλαγε παραμύθια σε τιμή ευκαιρίας, τα οποία αυτή έτρωγε αμάσητα κι εν συνεχεία έκανε τη δουλειά του.
Άλλες φορές που τον έπιανε το φιλότιμο, αισθανόταν την ανάγκη να της πει μεγάλα λόγια και να της τάξει άλλα τόσα, στη προσπάθεια να βρει κάτι αντάξιο στη κατάθεση ψυχής που άπλωνε στα πόδια του.
Η διαφορά τους ήταν πως αυτή εννοούσε τα πάντα, ενώ αυτός απλά ‘τα λεγε.
Τελειωμένες καταστάσεις, χαμένος χρόνος και μια παπάρα που η Σοφία την ονόμαζε έρωτα, επιμένοντας να τη ζει με τʼ όνειρο ότι θα εξελιχθεί σε ρομάντζο.
Ο έρωτας είναι μια σχέση δούναι και λαβείν. Τα αλισβερίσια γίνονται χωρίς εγωιστικά κριτήρια και εμποροπιστωτικές συμφωνίες ώστε να υπάρχει κίνηση, εξέλιξη και μέλλον.
Δίνεις και πράττεις γιατί το νιώθεις να βγαίνει από μέσα σου. Ανταποδίδει και πληρώνει με ισάξιο νόμισμα, γιατί η ανάγκη να υπάρχεις στη ζωή του υπερκαλύπτει το εγώ του.
Τίμια πράγματα, ξεκάθαρες κουβέντες.
Ζυγίζεις τις υποσχέσεις με τις πράξεις κι ανάλογα με το που γέρνει το καντάρι, επιλέγεις αν θα συνεχίσεις ή αν θα πεις αντίο.
Μην αυταπατάσαι ότι αύριο το αποτέλεσμα θα διαφέρει. Οι άνθρωποι λένε ψέμματα, οι μαθηματικές πράξεις ποτέ.
Πολλές φορές, η ανάγκη μας νʼ ανήκουμε κάπου και η συναισθηματική φύση μας που διψάει για ολοκληρωτικό δόσιμο, σφαλίζει τη πραγματική διάσταση των πραγμάτων και μας παγιδεύει σε ιστορίες που καταλήγουν σε ταμπέλα «Προσοχή Αδιέξοδο».
Αντί να σταματήσουμε και να κάνουμε αναστροφή, βάζουμε 5η και σπάμε το απαγορευτικό. Λίγο πιο κάτω έπεται γκρεμός, αλλά η αυξημένη ταχύτητα και τα μειωμένα αντανακλαστικά δε μας επιτρέπουν να πατήσουμε έγκαιρα το φρένο.
Μη βιαστείς να ενστερνιστείς το τσιτάτο «στον έρωτα δεν υπάρχει λογική». Φυσικά και υπάρχει τόσο λογική όσο και ακολουθία.
Μόνο το συναίσθημα επιτρέπεται νʼ αφήνεις ξέχειλο από τους κανόνες κι αυτό μόνο όπου υπάρχουν αποδείξεις ότι δίκαια το αξίζει.
Όταν οι υποσχέσεις χαρακώνονται στην απουσία των πράξεων, ο έρωτας τρακάρει με μετωπική. Ο ένας βγαίνει αλώβητος κι ο άλλος εγκλωβίζεται σʼ ένα όχημα που τυλίγεται στις φλόγες.
Εσύ ποια θέση θα επιλέξεις;
Προτού βιαστείς να διαλέξεις τη φωτιά, άσε με να σου πω ότι στον έρωτα που μοιράζονται δυο, κανένας δεν αφήνει τον άλλον να γίνει οσιομάρτυρας. Ή σε τραβάει για να σε σώσει ή απλά κατεβάζει την ασφάλεια, σου πιάνει το χέρι και καίγεται μαζί σου.
Έτσι πάει. Ή και οι δυο ή κανένας.
Ο Βασίλης με τη Σοφία συναντήθηκαν δυο χρόνια μετά, τυχαία, στην έξοδο του ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι.
Την πλησίασε και τόλμησε να της ζητήσει συγγνώμη για τη συμπεριφορά του εκείνο το βράδυ, πετώντας το γνωστό ποιηματάκι, «Δε σταμάτησα να σε σκέφτομαι, ρε Σοφάκι».
Εκείνη γέλασε και είπε, «Δε σου κρατώ κακία αλλά με όλο το θάρρος… άντε μου στον διάολο ρε Βασίλη!».
Στʼ αλήθεια δεν του είχε θυμώσει, δεν του συγχώρεσε όμως ποτέ, το γεγονός ότι δε προσπάθησε για χάρη της να γίνει κάτι παραπάνω απʼ όλα αυτά.
Τον αποχαιρέτησε κι έφυγε. Εκατό μετρά πιο κάτω την περίμενε παρκαρισμένος ο έρωτας.
Και μάντεψε! Δεν της είχε υποσχεθεί καν ότι θα ερχόταν να την πάρει.
Απλά το έκανε χωρίς προειδοποίηση.